Αφήγηση του Γεωργίου Ζολώτα από διηγήσεις του παππού του Γεωργίου Βαγιάνου για τον εκπατρισμό των κατοίκων των Καρδαμύλων κατά την καταστροφή της Χίου

Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού σχετικά με τη διαβίωση της οικογένειάς του στην Τήνο
6th August 2019
1821-1833

Αφήγηση του Γεωργίου Ζολώτα από διηγήσεις του παππού του Γεωργίου Βαγιάνου για τον εκπατρισμό των κατοίκων των Καρδαμύλων κατά την καταστροφή της Χίου

Αφήγηση του Γεωργίου Ζολώτα στην οποία καταγράφει διηγήσεις του παππού του Γεωργίου Βαγιάνου που έζησε τον εκπατρισμό των κατοίκων των Καρδαμύλων κατά την καταστροφή της Χίου. Συντάχθηκε στις 21 Μαρτίου 1904 και απηχεί την οικογενειακή μνήμη από τη φυγή και τις σκληρές συνθήκες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή που αποκλίνει από άλλες της εποχής, οι Χιώτες πρόσφυγες μεταφέρθηκαν με καΐκια στα Ψαρά, τόσο κατά τη μεταφορά τους όμως όσο και κατά την παραμονή τους στα Ψαρά συνάντησαν σκληρή συμπεριφορά και στυγνή εκμετάλλευση από Ψαριανούς ναυτικούς που απαίτησαν να τους δώσουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Στα Ψαρά η τοπική διοίκηση μερίμνησε για τα στοιχειώδη της διατροφής τους, όμως το πλήθος των προσφύγων στο μικρό αυτό νησί καθιστούσε δύσκολη τη διαβίωσή τους. Η υποδοχή αυτή των προσφύγων σε συνδυασμό και με παλαιότερες τοπικές αντιπαραθέσεις δημιούργησε αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ των κατοίκων των δύο νησιών.

«Η σύζυγός μου, η μάμμη μου Καλή, την ημέραν εκείνην [της απόβασης των Τούρκων στη Χίο] ητοίμαζε τα κουλούρια της Λαμπρής, μόλις δε ακούσασα παρά του φθάσαντος ανδρός της τας δεινάς ειδήσεις, αφήκεν όλα ως είχον έλαβον δε μετά του ανδρός της και των 5 τέκνων των Γιάννη, Νικόλα, Μιχάλη, Μαρούς και όσα εδυνήθησαν παξιμάδια και τουρβάδες ολίγα δακτυλίδια και άλλα πολύτιμα εντός μανδυλίου εις τον κόλπον της και απήλθον δια του βουνού και των βορείων χωρίων εις Κάβο Μελανιόν. Ενέδυσαν δε τα παιδιά με διπλά υποκάμισα και ενδύματα και ενεδύθησαν και αυτοί όσα εδυνήθησαν. Κατά την οδόν ετελείωσαν τα παιξιμάδια και ετρέφοντο με χόρτα και τα προστυγχάνοντα φαγώσιμα, διότι ήσαν πολυπληθείς οι φεύγοντες Καρδαμυλίται προς το αυτό μέρος, ολίγων απομεινάντων περί το χωρίον εν διαφόροις αποκεχωρικόσι τόποις κρυπτόμενοι εν τω μεταξύ (ως και η οικογένεια του προς πατρός πάππου μου). Φθάσαντες δε ολίγαις ημέραις εις Κάβο Μελανιόν (ή και άλλον εγγύς τόπον, του Μελανιού ύστερον συχναζομένου), εύρον πλοιάρια Ψαριανά μεταφέροντα φυγάδας επί αδροτάτοις ναύλοις και με πολλήν απανθρωπίαν, δεν εγένοντο δεκτοί ως μη έχοντες πολλά χρήματα να πληρώσουν. Τέλος έδωκαν όλα όσα εκράτουν χρήματα και κοσμήματα και μόλις εδέχθησαν αυτούς και τα τέκνα των, όχι μόνον τα περιπλέον, αλλά και όλα όσα δεν εκάλυπτον αμέσως την γυμνότητά των, αποκρούσαντες αυτούς πρότερον και κτυπήσαντες με ξύλον τας χείρας των και τας κεφαλάς των διότι επέμενον λιπαρώς να τους δεχθώσιν. Ιδού και τι διημήφθησαν μεταξύ των:
-Καπετάνιε μου, για όνομα του Θεού, για την πίστι μας, για τα παιδιά σου, πάρε μας να σώσωμε τα παιδιά μας.
-Αλάργα μωρέ βρομοχιώτες, τουρκολάτρες τουρκοσπέρματα, προδότες! Φέρτε παράδες μωρέ! Τι αφήσατε τα γρόσια σας, σκατόπιστοι να σας τα φαν οι Τούρκοι.
Προς δε τας γυναίκας έλεγον λόγους απρεπέστατα. Ο πάππος μου εφώναζε δεόμενος και θεοκλητών:
-Καπετάνιε μου, πάρε την γυναίκα μου και τα παιδιά μου να σωθούν και εγώ απομένω.
Τέλος τους επήραν όλους υβρίζοντες αυτούς καθ’ όλον τον μέχρι των Ψαρών πλουν, φθάσαντες δ’ εκεί τους επέταξαν έξω σαν σκύλους γυμνούς σχεδόν, πεινώντας και διψώντας, μη έχοντας δε πόθεν να φάγωσιν μηδέ χόρτα εκ της γης. Μόνον δε η διοίκησις των Ψαρών τους έδωκεν εν μικρόν ψωμί δι’ όλους, δηλαδή 50 δράμια δι’ έκαστον πρόσωπον μόλις, και βρωμόψωμον. Ως προς τούτο δεν παρεπονούντο, διότι δεν ήσαν και υπόχρεοι οι άνθρωποι να τους τρέφουν, έχοντες εις βάρος των και πολλούς άλλους Χίους τε και μη. Αλλ’ ο τρόπος των προς τους Χίους είχεν αποβή εξ ίσου προς το του Τούρκου αποτρόπαιον. Ύστερον δε όταν εν Μορέα διεσώθησαν, διαπεραιωθέντες υπό πλοίων άλλων Ελληνικών δωρεάν, κατηρώντο τους Ψαριανούς ως εχθρούς και δυναστικούς και αρπακτικούς (ενώ ήσαν εύποροι εκ των λειών και των λαφυραγωγιών και οι φυγάδες Χίοι ηγγαρεύοντο και ειργάζοντο εν Ψαροίς ως δούλοι αιχμάλωτοι εις τας δημοσίας αγγαρείας και εις ιδιωτών καταθλιπτικάς εργασίας ίνα ψωμίζωσι φειδωλώς εαυτούς και τα τέκνα των ον ολίγον διέμειναν εν Ψαροίς χρόνον, πολλοί δε Χίοι και κατέμειναν εν Ψαροίς υπηρετούντες εν ναυπηγίοις και ναυτικάς υπηρεσίας και επιδρομάς μετά των Ψαριανών εις τα παράλια της Ασίας και ούτοι οι Χίοι ηξιούντο ανοχής τινός παρ’ αυτών, πάντες όμως εθεωρούντο ως παρίαι, ενώ προ της επαναστάσεως ετύγχανον οι Χίοι παρά των Ψαριανών περιποιήσεων και θυμιαμάτων, ως βοηθούμενοι υπ’ αυτών δια δανείων και άλλων συνδρομών), και ότε τα Ψαρά εχάθησαν τω 1824 οι Χίοι ενόμισαν το πράγμα ως νέμεσιν κατ’ αυτών εκ Θεού διότι εκακούργησαν κατ’ αυτών και εχάρησαν (!!) δια την σφαγήν και τον εκπατρισμόν και των αφιλανθρώπων Ψαριανών».

Γεώργιος Ζολώτας, Ιστορία της Χίου, επιμέλεια Αιμιλία Σάρου, τ. Γ2, Αθήνα 1928, σσ. 542-544.


Είδος Τεκμηρίου: Μαρτυρίες
Στοιχεία Δημιουργίας
Ζολώτας, Γεώργιος
Ιστορία της Χίου, επιμέλεια Αιμιλία Σάρου, τ. Γ2, Αθήνα. Ζολώτας, Γεώργιος, 1928
1928
Αθήνα
Θεματική Ενότητα
61

Τόποι μετακινήσεων προσφύγων

Τόπος Προέλευσης: Χίος
Τόπος Άφιξης: Ψαρά