Αφήγηση του Μάρκου Βαμβακάρη σχετικά με την προσφυγική εγκατάσταση του πρώτου διαστήματος μετά τη μικρασιατική καταστροφή στο λιμάνι του Πειραιά και στον αυτοσχέδιο συνοικισμό της Δραπετσώνας

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα. 1922 το έπος της εγκατάστασης, μέρος Α΄.
6th August 2019
Απόσπασμα από το δημοσιευμένο ημερολόγιο του Σωκράτη Σαριβαξεβάνη, περ. η Λέξη, 12/1986
6th August 2019
1923-1939

Αφήγηση του Μάρκου Βαμβακάρη σχετικά με την προσφυγική εγκατάσταση του πρώτου διαστήματος μετά τη μικρασιατική καταστροφή στο λιμάνι του Πειραιά και στον αυτοσχέδιο συνοικισμό της Δραπετσώνας

Ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) έφτασε από τη Σύρο στον Πειραιά το 1920 σε ηλικία 15 ετών. Εγκαταστάθηκε σε συγγενικό σπίτι στα Ταμπούρια, όπου κοιμόταν «στο πάτωμα με δύο κουβέρτες». Σε γειτονικό καφενείο συνάντησε φραγκοσυριανούς γαιανθρακεργάτες, γνωστούς του πατέρα του, οι οποίοι τον πήραν μαζί τους στη δουλειά. Κουβαλούσε ζεμπίλια με κάρβουνο και κέρδιζε 20-40 δρχ. μεροκάματο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη χιλιάδων προσφύγων στον Πειραιά, το λιμάνι γέμισε με σκηνές και αυτοσχέδια καταλύματα. Ο ίδιος, ως κάτοικος και εργαζόμενος της περιοχής, ήρθε αμέσως σε επαφή με τους πρόσφυγες, έζησε τα προβλήματα του πρώτου διαστήματος και παρακολούθησε τις προσπάθειες «αετονύχηδων» ντόπιων να εκμεταλλευτούν τις πιεστικές ανάγκες και τη φτώχεια των νεοαφιχθέντων.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο M. Βαμβακάρης, με πηγαίο λόγο, μιλάει για τη δυστυχία των προσφύγων και τις κακουχίες που υπέστησαν όχι μόνο κατά τη φυγή τους από τις πατρίδες τους αλλά και στον τόπο υποδοχής τους. Ο Βαμβακάρης εκφράζει επίσης μία μεταγενέστερης εποχής κοινή αίσθηση περί των «εργατικών» προσφύγων που κατόρθωσαν παρά τις αντιξοότητες να «προκόψουν», μνημονεύοντας τον Αριστοτέλη Ωνάση, εμβληματική φυσιογνωμία πρόσφυγα που έγινε παγκοσμίως διάσημος για τον πλούτο που απέκτησε.

«Πάντως θυμάμαι την καταστροφή και τους πρόσφυγες. Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μιά μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε μια αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Τι να κάνανε και οι αρχές; Ποιον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δυο; Πολλά.
Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από εδώ ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες είναι πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν, απατεώνες.
Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στην Θάσο, άλλοι στη Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάνησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριώτεροι σε όλα. Είναι άνθρωποι της δουλειάς. Ο Ωνάσης π.χ., τον βλέπεις».

Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγέλα Βέλλου-Κάιλ, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 83.


Είδος Τεκμηρίου: Μαρτυρίες
Στοιχεία Δημιουργίας
Βαμβακάρης, Μάρκος
1978
Αθήνα
Θεματική Ενότητα
291

Τόποι μετακινήσεων προσφύγων

Τόπος Εγκατάστασης: Δραπετσώνα