ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
Πρόσφυγας είναι, κατά το κατά το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη (10ος τόμος, Αθήνα 1930, σ. 941), «ο εγκαταλείπων βία τον τόπον, εν ω είνε εγκατεστημένος, και προσφεύγων αλλαχόσε προς προσωρινήν ή μόνιμον διαμονήν» ή ο «προσερχόμενος προς τινά χάριν προστασίας». Το φαινόμενο της προσφυγιάς με αυτήν την έννοια, όπως και η προστασία όσων κινδυνεύοντας εκεί που ζουν καταφεύγουν σε έναν άλλον τόπο, δεν εμφανίστηκαν κατά τη νεότερη εποχή. Ωστόσο,οι διαδικασίες συγκρότησης εθνών-κρατών από τα τέλη του 18ου αιώνα αποτελούν τομή καθώς οδήγησαν στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ επικράτειας, κυριαρχίας, ιδιότητας του πολίτη και κινητικότητας. Με τη σταδιακή εδραίωση της διάκρισης μεταξύ πολιτών και αλλοδαπών, παραδοσιακές πρακτικές και διαδρομές πληθυσμιακών μετακινήσεων έγιναν αντικείμενο εντεινόμενου πολιτικού ελέγχου καθώς οι τρόποι προσδιορισμού των δημογραφικών ορίων του κυρίαρχου λαού αποτέλεσαν σημαντικό πολιτικό διακύβευμα. Η εδαφική και κοινωνική περίκλειση που διασφαλίζει το καθεστώς του πολίτη και η ρύθμιση της ανθρώπινης κινητικότητας εντάχθηκαν στο πεδίο των κρατικών πολιτικών. Η εθνική και λαϊκή κυριαρχία συνεπαγόταν το δικαίωμα των κρατών να ελέγχουν τα σύνορά τους και να διαμορφώνουν τη σύνθεση του πληθυσμού τους κατευθύνοντας και περιορίζοντας τις πληθυσμιακές μετακινήσεις. Ποικίλες κατηγοριοποιήσεις με βάση φυλετικά, εθνοτικά, ταξικά και άλλα κριτήρια διαμορφώθηκαν από τη διοίκηση και μετατράπηκαν σε εργαλείο διακυβέρνησης ρυθμίζοντας όχι μόνο ποιος μπορούσε να παραμείνει στην επικράτεια, αλλά και ποιος κρινόταν άξιος να παραμείνει και ποιος να τύχει αρωγής. Με τη ρύθμιση των μετακινήσεων τα κράτη στόχευαν στην ενίσχυση της ομοιογένειας με τη μεταβολή της εθνικής και εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού τους, ενώ παράλληλα επιχειρούσαν να ελέγξουν τις ροές και τη σύνθεσή τους για οικονομικούς και άλλους λόγους.Η συγκρότηση εθνών-κρατών και οι διαδικασίες χάραξης πολιτικής κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων απέκτησαν έναν ολοένα και πιο έντονο διεθνικό χαρακτήρα. Τα κράτη εντάσσονταν σε ένα διεθνές σύστημα που σταδιακά οργανώθηκε θεσμικά. Η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός σταθμός στην πορεία θέσπισης μορφών διεθνούς διακυβέρνησης. Η Κοινωνία των Εθνών συνέβαλε καθοριστικά στην καθιέρωση στο διεθνές δίκαιο και στη γενίκευση της χρήσης των όρων μειονότητα και πρόσφυγας και στη θεσμοθέτηση διεθνών κανόνων, διαδικασιών και μορφών προστασίας τους. Οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν μεταξύ νικητών και ηττημένων μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, με αποκορύφωμα τη Σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1923, είτε διασφάλιζαν τυπικά την προστασία των μειονοτήτων, είτε νομιμοποιούσαν την ανταλλαγή πληθυσμών, διαπνέονταν από την πίστη ότι κάθε κράτος ενσαρκώνει ένα έθνος και πριμοδοτούσαν τη συγκέντρωση των θεωρούμενων ως ομοιογενών πληθυσμών σε κάθε κράτος.
Παράλληλα, τα διακυβεύματα που αναδύθηκαν από τις μαζικές προσφυγικές μετακινήσεις που προκλήθηκαν από τις πολιτικές ανατροπές που επέφερε η Οκτωβριανή Επανάσταση και η κατάρρευση αυτοκρατοριών, σε συνάρτηση με τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, σηματοδότησαν την έναρξη της διεθνούς παρέμβασης σε θέματα προσφύγων και μεταναστών. Το 1921, η Κοινωνία των Εθνών ίδρυσε την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες από τη Ρωσία. Σύντομα, οι πληθυσμιακές ομάδες που είχε υπό την αιγίδα της η Ύπατη Αρμοστεία διευρύνθηκαν. Τα κριτήρια βάσει των οποίων όριζε τους πρόσφυγες η Ύπατη Αρμοστεία ήταν η καταγωγή από συγκεκριμένο κράτος ή η εθνοτική καταγωγή και το καθεστώς της ανιθαγένειας, ενώ καθιέρωσε το λεγόμενο «πιστοποιητικό Nansen», ένα είδος διαβατηρίου, ως μέσο ταυτοποίησης των ανιθαγενών. Με τους κανονισμούς και τη δράση που ανέπτυξε η Ύπατη Αρμοστεία καθιερώθηκε ένα εμβρυακό διεθνές καθεστώς κινητικότητας που αφορούσε τις διαδικασίες ταυτοποίησης, τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τη μετεγκατάσταση των προσφύγων. Παράλληλα, η Ύπατη Αρμοστεία και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας συντόνισαν προγράμματα περίθαλψης, στεγαστικής και εργασιακής αποκατάστασης προσφύγων. Η περίοδος του Μεσοπολέμου αποτέλεσε λοιπόν μία τομή στην πορεία ελέγχου των μετακινήσεων, στη διαμόρφωση των διεθνών θεσμών και κανόνων προστασίας των εκτοπισμένων καθώς και στην ανάπτυξη προγραμμάτων αποκατάστασής τους. Η ανάληψη από τα κράτη υποχρεώσεων έναντι των οριζόμενων από το διεθνές δίκαιο ως ανιθαγενών εκτοπισμένων σηματοδότησε την καθιέρωση του όρου του πρόσφυγα στη νομική ορολογία και τη γενίκευσή του στο δημόσιο λόγο. Η Κοινωνία των Εθνών προώθησε επίσης την ιδέα ότι η ανθρώπινη κινητικότητα μπορεί και πρέπει να ρυθμίζεται σε διεθνές επίπεδο καθώς και την αντίληψη ότι τα κοινωνικά προβλήματα –στα οποία περιλαμβάνονταν και οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και η προστασία των προσφύγων- μπορούν να αντιμετωπιστούν από υπερεθνικούς ή διεθνείς θεσμούς.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του, εκατομμύρια Ευρωπαίοι και Ασιάτες εκτοπίστηκαν. Το πρωτοφανές μέγεθος των προσφυγικών πληθυσμών και η βαρύτητα που απέκτησαν στις διεθνείς σχέσεις οδήγησαν στη δημιουργία νέων διεθνών οργανωτικών και νομικών πλαισίων για να συνδράμουν τους πρόσφυγες τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους όσο και επειδή η μαζική παρουσία εκτοπισμένων θεωρήθηκε ότι απειλεί τη διεθνή ασφάλεια και την οικονομική ανάκαμψη. Το 1951 υιοθετήθηκε από τη νεοσυσταθείσα τότε Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες η Συνθήκη της Γενεύης και ο ορισμός του πρόσφυγα στο διεθνές δίκαιο που ισχύει μέχρι σήμερα. Οι συγκρούσεις της αποαποικιοποίησης και ο χωρισμός του συνόλου του πλανήτη σε έθνη-κράτη προκάλεσαν νέα μαζικά προσφυγικά ρεύματα και οδήγησαν στην επέκταση της γεωγραφικής εμβέλειας της σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Από το δεύτερο μισό του 20ό αιώνα και ύστερα, οι διεθνείς οργανισμοί και τα κράτη διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στην εγκαθίδρυση κανόνων και διαδικασιών που εμπεδώνουν ακόμα περισσότερο τη διάκριση ανάμεσα στον ημεδαπό και τον αλλοδαπό, στους πρόσφυγες και τους μετανάστες καθώς και στην περαιτέρω κατηγοριοποίηση των προσφύγων, παρέχοντας διαφοροποιημένη πρόσβαση στα καθεστώτα προστασίας, στο πολιτικό ανήκειν, στην αγορά εργασίας και στα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα σε κάθε μία από τις κατηγορίες που διαμορφώνουν. Ορίζουν ποιος εκτοπισμένος έχει δικαίωμα στην προστασία και τη στήριξη, ιεραρχούν την «ανάγκη», την «αξία», την «αξιοπιστία» ευνοώντας τον οικονομικά και κοινωνικά επιθυμητό ή ανεκτό. Ωστόσο, οι ορισμοί και οι κατηγοριοποιήσεις είναι ρευστοί και μεταβλητοί, όπως και οι μορφές, οι αρμοδιότητες και η εμβέλεια των ίδιων των κρατών. Οι διεθνείς οργανισμοί και τα κράτη δεν καταφέρνουν να ελέγξουν πλήρως τις μετακινήσεις, ούτε αποτελούν τους μόνους ρυθμιστές της παροχής προστασίας. Διοικητικές και άλλες αδυναμίες, απρόβλεπτα γεγονότα, και κυρίως τα αντικρουόμενα συμφέροντα, ο μεταβαλλόμενος συσχετισμός ισχύος και οι αποκλίνουσες στρατηγικές των ποικίλων φορέων και υποκειμένων που εμπλέκει κάθε μετακίνηση ανθρώπων, είτε αναγκαστική, είτε εθελούσια, υπονομεύουν διαρκώς τις αποφάσεις και τη δράση τους.
Ειδικότερα, η διάκριση μεταξύ μεταναστών και προσφύγων, ή με άλλα λόγια η διάκριση μεταξύ εκούσιας και αναγκαστικής μετακίνησης, υπονομεύεται επίσης από το γεγονός ότι ο βαθμός αυτονομίας και το εύρος των επιλογών των ατόμων και των ομάδων καθορίζονται εν πολλοίς από την ιστορική συγκυρία, από χρονικά και τοπικά προσδιορισμένους συσχετισμούς δύναμης αλλά και επειδή οι ακραίες μορφές εξαναγκασμού προκαλούν κάποιες φορές κοινωνικά μη αναμενόμενες αντιδράσεις. Ακόμα και όσοι εξαναγκάζονται δια της βίας να μετακινηθούν λαμβάνουν αποφάσεις, έστω κι αν μοιάζουν ασήμαντες, ενώ συχνά είναι σε θέση να καθορίσουν εντός ορισμένων πλαισίων το πού θα κατευθυνθούν και πότε. Εξάλλου, αφού διαφύγουν τον άμεσο κίνδυνο, οι πρόσφυγες συνήθως αποκτούν εκ νέου μεγαλύτερα περιθώρια επιλογών και η διαφοροποίησή τους από τους μετανάστες γίνεται δυσχερέστερη. Στον νέο τόπο εγκατάστασης οι βαθμοί αυτονομίας τους διευρύνονται όσο κι αν συχνά είναι και πάλι περιορισμένοι σε σχέση με αυτούς όσων δεν εξαναγκάστηκαν να μετακινηθούν. Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσφυγες, όπως και οι μετανάστες, επηρεάζουν και αυτοί πλέον την πορεία της κοινωνίας υποδοχής. Βέβαια, η υποδεέστερη θεσμική, οικονομική και κοινωνική θέση των προσφύγων, όπως και των μεταναστών, ιδίως των ασθενέστερων ομάδων μεταξύ τους, δηλαδή των φτωχών, των αγράμματων, των γυναικών και των παιδιών, καθιστούν συχνά τη φωνή τους συγκριτικά αδύναμη και οδηγούν στην απουσία της από τις ιστορικές πηγές δυσχεραίνοντας τη μελέτη της δικής τους οπτικής, των εμπειριών αλλά και της δράσης τους.
Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση νομικών ορισμών του «πρόσφυγα» από τους διεθνείς οργανισμούς και τα κράτη μετά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αναιρεί προφανώς το γεγονός ότι η ιστορία της προσφυγιάς, παλαιότερα όπως και σήμερα, δεν αφορά μόνο τις στενά προσδιορισμένες από αυτούς τους ορισμούς, που συγκροτήθηκαν σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες από συγκεκριμένους φορείς με συγκεκριμένους στόχους, ομάδες ανθρώπων. Αντιθέτως, ο όρος πρόσφυγας, όπως χρησιμοποιείται στο δημόσιο λόγο, κάλυπτε και καλύπτει εξαιρετικά ετερογενείς κατηγορίες ανθρώπων καθότι η εξαναγκαστική μετακίνηση έχει ποικίλα και μεταβλητά αίτια που συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, διώξεις από κρατικούς φορείς ή κοινωνικές ομάδες, συστηματικές νομικές ή άτυπες διακρίσεις, ένα αίσθημα ανασφάλειας που οφείλεται σε διακρατικές ή εμφύλιες ένοπλες συγκρούσεις, αδυναμία εξεύρεσης πόρων για την επιβίωση και οικονομικές ανισότητες, ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και ανατροπές, οικολογικές καταστροφές, κ.ά. Άλλοτε η βία που προκαλεί τη μετακίνηση είναι άμεση και άλλοτε έμμεση. Οι πρόσφυγες άλλοτε μετακινούνται προτού υποστούν τις συνέπειες όσων τους εξαναγκάζουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και άλλοτε μετά. Εξάλλου, οι αντιλήψεις για τη βία και τον εξαναγκασμό, και τα βιώματα και οι αντιδράσεις που γεννούν, διαφέρουν στο χώρο και μεταλλάσσονται στο χρόνο. Επιπλέον, ο όρος πρόσφυγας αφορά ανθρώπους που, παρότι όλοι έχουν εκτοπιστεί, έχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες και στρατηγικές επιβίωσης και αντιμετωπίζουν εξαιρετικά διαφορετικές καταστάσεις στους τόπους υποδοχής τους ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο, τα αίτια της φυγής τους, την ύπαρξη προγενέστερων δεσμών με τον τόπο όπου εγκαθίστανται και τους κατοίκους του, την πρόσληψή τους από τις κοινότητες υποδοχής, τις στάσεις και πολιτικές που υιοθετούνται από τις κοινωνίες και τα κράτη που τους υποδέχονται, την εθνότητα και την ιθαγένειά τους, τη θρησκεία τους, την ταξική τους καταγωγή και την οικονομική τους επιφάνεια, τη μόρφωσή τους, το φύλο τους, την ηλικία τους κ.ά. Οι πολλαπλές και μεταλλασσόμενες εκφάνσεις του εκτοπισμού, οι μεταβολές στις σημασιοδοτήσεις του όρου πρόσφυγας και στις διαδικασίες και τα κριτήρια κατηγοριοποίησης των μετακινούμενων καθιστούν συνεπώς την απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι πρόσφυγας» πληθυντική, αμφίσημη και κυρίως ιστορικά μεταβαλλόμενη.