ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ.ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ
ΙΔΙΑΙΤ. ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ «ΕΜΠΡΟΣ»
ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 26 Ιουνίου 1914
Εις την περιφέρειαν της κώμης Αρίνιστας κειμένης επί γραφικωτάτου λόφου εις το μέσον της από Ιωαννίνων εις Αργυρόκαστρον οδού, είνε κατηυλισμένοι ακόμη επί στρατιωτικών σκηνών, περί τας δύο χιλιάδας πρόσφυγες, θύματα των τελευταίων Τουρκαλβανικών επιδρομών. Γυναίκες, γέροντες, παιδία, πάντες ενδεδυμένοι ράκη και ανυπόδητοι οι πλείστοι είνε εκτεθειμένοι εις τον καυστικόν ήλιον την ημέραν, την δε νύκτα εις την παγεράν υγρασίαν και έχουν αντί κλίνης το κρυερόν του εδάφους χώμα, τρέφονται δε με χόρτα και λάχανα και με τον ξηρόν άρτον, τον οποίον αποστέλλει καθ’ εκάστην δια φορτηγών αμαξών η αξία παντός επαίνου επί της περιθάλψεως των προσφύγων επιτροπή νυχθημερόν εργαζομένη. Και όμως τα δυστυχή ταύτα πλάσματα κατώκουν προ μικρού εις οικίας, ήσαν εργατικοί και φιλήσυχοι πολίται, καλοί οικογενειάρχαι και καλοί νοικοκυραίοι. Εις τους γυμνούς λοιπόν τούτους και ριγώντας εκ του ψύχους πρόσφυγες, ο όμιλος των δεσποινίδων Ιωαννίνων, όστις πολυτίμους προσέφερεν υπηρεσίας• εις τον Ηπειρωτικόν αγώνα αθορύβως και ανευ εξεζητημένων διαφημίσεων, απέστειλε προχθές επιτροπήν, ίνα ιδίαις χερσί διανείμη πανιά και υφάσματα, δι’ ων τα θύματα της Τουρκαλβανικής θηριωδίας να καλύψουν τα γυμνά και κατάξηρα μέλη των. Παρακολουθήσας την επιτροπήν είδα το πένθιμον δράμα μυρμηγκιάς ανθρώπων τους οποίους ανάλγητος Διπλωματία και ασύνετος πολιτική κατέστησαν ανέστιους και πλάνητας, εις τους οποίους αι ευγενείς των Ιωαννίνων δεσποινίδες, ιδρώτι περιρρεόμεναι διένειμον από πρωΐας μέχρι δείλης, τα ελέη της Ελληνικής φιλανθρωπίας με τας αδράς αυτών χείρας. Είδα την δυστυχίαν και την αθλιότητα προσωποποιημένην εις τα δυστυχή αυτά πλάσματα. Τα είδα όλα αυτά και έκλαυσα• έκλαυσα με πικρά δάκρυα και κατηράσθην τους αιτίους της συμφοράς. Οσονδήποτε και αν είνε κανείς τεθωρακισμένος με στωικήν απάθειαν, οσονδήποτε και αν έχη σιδηράν καρδίαν, δεν δύναται να ατενίση τα δυστυχή ταύτα πλάσματα- εις το πρόσωπον των οποίων είνε εζωγραφισμέναι πάσαι αι κακουχίαι – χωρίς να εγερθή εν τη καρδία του αίσθημα λύπης, και να μη καταληφθή υπό ιεράς αγανακτήσεως εναντίον των δημιουργών της τοιαύτης καταστάσεως. Οι λόφοι της Αρίνιστας εφ’ ών είνε κατηυλισμένοι οι πρόσφυγες είνε ακόμη καταπράσινοι και κατάφυτοι δένδρων. Κάτωθι αυτών εκτείνεται υπέροχος η κοιλάς του Δρίνου• εις τας πέριξ λοφοσειράς είνε εκτισμένοι μικροί συνοικισμοί χωρίων, αναφαινομένων εν μέσω των δασών ως φωλέαι χελιδόνων. Οποία όμως αντίθεσις μεταξύ των θαυμασίων έργων της φύσεως και των κτηνωδών πράξεων του ανθρώπου. Ο οδοιπόρος δεν δύναται να αισθανθή την μαγείαν της φύσεως, προς της εκτυλισσομένης ανθρωπίνου συμφοράς. Εμείναμεν ολόκληρον την ημέραν υποκάτω προχείρου καλύβης εκ κλάδων την οποίαν έπηξαν οι επί της διανομής του άρτου των προσφύγων υπάλληλοι, ενώ αι δεσποινίδες διένειμον πανία και υφάσματα εις τους πρόσφυγας αναμένοντας υπό τας ακτίνας φλέγοντος ηλίου έως είη σειρά των. Το εσπέρας επανήλθομεν εις την πόλιν συναποκομίζοντες τον οίκτον και τα δάκρυα εν τη καρδία μας, ενώ τα ώτα μας εβόμβουν εκ των ευχών ή καταρών των θυμάτων.
ΣΙΜΩΝ ΙΩΝΑΣ