[σσ. 229-230]
Το δυσκολώτερον όμως πάντων ήτον ότι πανδημεί κατεύφευγον εκείσε τότε οι Σάμιοι, ως αποδοθείσης της νήσου των εις την οθωμανικήν κυριαρχίαν υπό των τριών δυνάμεων, και έπρεπε βεβαίως να τοις ευρίσκω οικίας, δια να καταλύωσι, και δια τούτο έπρεπε να καταλαμβάνωνται αι κεναί των Οθωμανών οικίαι, τας οποίας ούτοι ή οι επίτροποι των απόντων μετά πολλής δυσκολίας παρεχώρουν. Συνέβη δε κατά την εκ Χαλκίδος απουσίαν μου προς περιοδείαν του νομού να καταναγκάση ο ενεργών την διοίκησιν της πόλεως Διευθυντής σημαντικούς τινάς Οθωμανούς να εξέλθωσι βιαίως της οικίας των και να διεγερθή μέγας γογγυσμός παρά τοις Οθωμανοίς εν γένει, ώστε και δια της δημοσιογραφίας να εκφρασθώσιν ως δίκαια τα κατά του Νομάρχου παράπονά των. Ουχ ήττον όμως οι Σάμιοι ήρχοντο αλλεπαλλήλως εις Χαλκίδα, και αι δυσκολίαι υπερηύξανον, και αυτοί οι ίδιοι ανεφέρθησαν προς την Κυβέρνησιν παραπονούμενοι δια την στενοχωρίαν την οποίαν δοκιμάζουσι δι’ έλλειψιν καταλυμάτων, ενώ υπάρχουσιν, έλεγον, οικίαι οθωμανικαί πολύ ευρύχωροι, κατεχόμεναι από ολίγους Οθωμανούς ενοικούντας εν αυταίς. Και ο Γραμματεύς της Επικρατείας επί των Εσωτερικών (Κωλέττης) διέταξε την Νομαρχίαν να διατάξη τας εν Χαλκίδι οθωμαν[ικάς] οικογενείας να ενοικήσωσιν άπασαι εις δύο ή τρεις οικίας, αι δε λοιπαί να δοθώσιν εις ενοίκησιν προς τους Σαμίους. Την διαταγήν ταύτην ούτε εξετέλεσα ούτε ποτέ ήθελον εκτελέσει, ως αντιβαίνουσαν άντικρυ κατά των θρησκευτικών εθίμων των Οθωμανών, παρά τοις οποίοις ουδέ ο αδελφός του συζύγου δεν επιτρέπεται να βλέπη, πολλώ δε μάλλον να συνοική μετά της νύμφης του, εξοικονόμουν δε τα πράγματα, ως ηδυνάμην κάλλιον, πείθων τους έχοντας οικίας και δυναμένους να διαθέσωσιν αυτάς επί λόγω ενοικίου. Με συνέτρεχον δε προθύμως και οι δημογέροντες του τόπου, καίτοι ασθενείς και γέροντες.
[…]
[σσ. 237-238]
Εν τη επαρχία Ξηροχωρίου, παρά τον λιμένα των Ωρεών, είχον οικοδομήσει καλυβόσπιτά τινα οι εκ Θεσσαλίας και Μακεδονίας πρόσφυγες, όπου κατώκουν οικογενειακώς, μετερχόμενοι το έργον των μεταπρατών προς τους εκεί ελλιμενιζομένους εμπόρους και ναυτικούς. Το δε μέρος τούτο, όπου ήσαν ανεγηγερμέναι αι περί ων ο λόγος καλύβαι, αντεποιείτο ο ιδιοκτήτης των πέριξ κειμένων απεράντων αγρών Χασάν μπέης και περί διαταράξεως κατοχής και εξώσεως των προσφύγων εκείνων εκίνησεν αγωγήν παρά τω εν Ξηροχωρίω ειρηνοδίκη και επέτυχεν απόφασιν υπέρ της αγωγής του. Αλλά τας αποφάσεις των δικαστηρίων τούτων τότε, μη υπάρχοντος του μετά ταύτα ψηφισθέντος δικαστικού οργανισμού, ήσαν κατά νόμον υπόχρεοι να εκτελώσιν αι διοικητικαί αρχαί, και, αντ’ αυτών, αι δημοτικαί, ώστε η δημογεροντία Ξηροχωρίου έμελλε να εκτελέση την περί εξώσεως απόφασιν του ειρηνοδίκου. Η δημογεροντία όμως πριν προβή εις τούτο, έκρινε καλόν να αναφέρη περί του πράγματος προς την Νομαρχίαν, εκθέτουσα την δυσχερή αυτής θέσιν εις το να εκδιώξη από τας κατοικίας των περί τας 100 οικογενείας εν ώρα χειμώνος και να τας ρίψη εις τους δρόμους και εζήτει παρά της Νομαρχίας οδηγίας ως προς το πρακτέον. Εγώ δε πάλιν, εκτίμων το βάρος των παρατηρήσεων της Δημογεροντίας, έκρινα ομοίως καλόν να αναφέρω την υπόθεσιν προς το Υπουργείον των Εσωτερικών (Κωλέττου διευθύνοντος) και να υποδείξω τρόπον τινά δια του οποίου η Κυβέρνησις ηδύνατο να συμβιβάση την υπόθεσιν, και να μην πάθωσιν οι πτωχοί πρόσφυγες από την άμεσον εκτέλεσιν της σκληράς, αν και δικαίας ίσως, αποφάσεως εκείνης. Παρεκάλουν όμως ταυτοχρόνως τον Υπουργόν να απαντήση όσον το δυνατόν ταχύτερον εις την αναφοράν μου ταύτην, δια να οδηγηθώ ως προς τας διαταγάς ας έμελλον να δώσω προς την αναμένουσαν παρ’ εμού τοιαύτας δημογεροντίαν. Αλλά, κατά το σύνηθες, αφού παρήλθον ημέραι ικαναί, λαμβάνω διαταγήν και επίπληξιν ενταυτώ, διατί δεν έσπευσα αμέσως να εκτελέσω την απόφασιν εκείνην του δικαστηρίου άνευ παρατηρήσεων, και διεταττόμην να την εκτελέσω αμέσως. Διέταξα λοιπόν αμέσως την δημογεροντίαν να προβή εις την εκτέλεσιν της αποφάσεως και ανεχώρησα εις Αθήνας, έχων προ πολλού απουσίας άδειαν.
Γεωργίου Ψύλλα, Απομνημονεύματα του βίου μου, Εισαγωγή Νικόλαος Λούρος, Έκδοση – Σημειώσεις Ελευθέριος Γ. Πρεβελάκης, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας 8, Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1974, σσ. 229-230, 237-238.