Ήταν όλοι οι σημαντικοί της Άρτας εκεί και γυναικόπαιδα πλήθος περίπου από πεντακόσιες φαμελιές. Τους πήρα -είχα καμίαν τριανταριά ανθρώπους μαζί μου δικούς μου- και τους πήγα από γάλια [: αγάλια, σιγά σιγά] και τους έβγαλα σ’ ένα μέρος οπού ’ταν νερό, εις την άκρη εις το Μακρυνόρο. Και τους συνάξαμεν ξύλα και τους περιποιηθήκαμεν. Τα μεσάνυχτα έρχονται κάτι Βαλτινοί και άλλοι και ρίχνουν ντουφέκια· κι ελπίζαμεν ότ’ είναι Τούρκοι κι άλλοι πέσαν εις το ρέμα κι άλλοι πήραν τα βουνά κι άλλοι μπαγίλντισαν [(τουρκ. bayil): απόκαμαν, καταβλήθηκαν], οπού ’ταν αμαθείς από τα τοιούτα. Τότε ντουφεκιστήκαμεν κι εμείς μ’ αυτούς και τους γνωρίσαμεν. Και ήρθαν να τους πάρουν τα πουκάμισα, ότι άλλο τίποτας δεν τους αφήσαμεν, μόνον ό,τι φορούσαν. Και συνάξαμεν τους ανθρώπους και τους στεγνώσαμεν εις τις φωτιές, οπού ’ταν χειμώνας, και την αυγή τους πήρα και τους πέρασα, εις το Μακρυνόρον, έβλεπες άλλον πεσμένον, άλλον μπαϊλντισμένον από την πείνα και ξυπολυσιά και αμάθεια· δεν ήξεραν οι δυστυχείς να βγούνε πολλοί έξω από τα σπίτια τους, κι εκεί ήταν ντιπ [(τουρκ. dip): ολωσδιόλου, εντελώς] καμπόσοι ξυπόλυτοι, με μπαλώματα τύλιγαν τα ποδάρια τους· τα ’κοβαν από τα φορέματά τους. Μία γυναίκα είχε τέσσερα παιδιά κι ανήλικα, το τρανύτερον ήταν εφτά χρονών· και πέταξε τα δύο και τα λυπήθηκα. Και τα ’δεσα και τα πήρα εις το νώμο [: τον ώμο] μου και τα ’σωσα. Και για να σώσω αυτά απόστασα. Τράβησα ομπρός· κι ακολουθούσαν μαζί μας όσοι μπορούσαν να περπατήσουν. Κι έτρεχα να ’βγω από το Μακρυνόρον· και εις την άκρη είναι κάμπος και ένα γιβάρι [(μεσν. βιβάριον): ιχθυοτροφείο], και να μαζώξω ξύλα με τους ανθρώπους μου να κάμομεν φωτιές και να στείλω και σ’ ένα χωριόν οπού ’ταν πλησίον να πάρομεν νερό και ψωμία ν’ αγοράσω δια τους ανθρώπους. Το χωρίον το λένε Βλύχα. Αφού τραβήσαμεν ομπρός κι ακολουθούσα αυτά, μείναν κάμποσες φαμελιές οπίσου και μία γυναίκα από τις Βραναίισσες, δυχατέρα [: θυγατέρα] του Κομπότη, την πιάσαν και αυτή μ’ άλλους οι καλοί πατριώτες και τους γύμνωσαν. Κι αυτείνη η Βράναινα είχε ένα δαχτυλίδι εις το χέρι της και δεν έβγαινε· και γύρευαν να της κόψουν τον δάχτυλον του χεριού της να το πάρουν. Κι εκεί οπού την παίδευαν, της μπήκε ένα ξύλο εις το ποδάρι της και δεν το ’νιωσε κοτζάμ [(τουρκ. koca): υπερμέγεθες] παλούκι. Τους περικάλεσε πολύ να τσακίσουνε τη βέργα του δαχτυλιδιού να πάρουν το δαχτυλίδι τσακισμένο και τρόμαξαν να συγκατανέψουν· και το τσάκισαν και γλίτωσε το χέρι της. Ήρθε εκεί οπού ήμαστε κουτσαίνοντας και διηγήθηκε αυτά. Πήγαμεν οπίσου, δεν μπορέσαμεν να ’βρομεν κανέναν μέσα τον λόγκον· τρύπωσαν. Της έβγαλα το παλούκι από το ποδάρι της και το ζεμάτισα με ξίγκι. Όμως γίνη τούμπανο, θύμωσε. Και είχα ένα ζώον, οπού ’χα τα σκουτιά μου, και την έβαλα απάνου να μην μείνει εις το δρόμο. Και από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι.
Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, μεταγραφή - σημειώσεις Γ. Βλαχογιάννης, τ. Α΄, Αθήνα 2011 (α΄ έκδοση Αθήνα 1940), σ. 67-68.