Και σήμερον ακόμη μελαγχολία με κυριεύει ενθυμούμενον τας αφηγήσεις των γονέων μου περί της εν Τήνω βιώσεως. Άνθρωποι ειθισμένοι εις πάσαν άνεσιν, εις κατοικίαν μεγαλοπρεπή, οίαι αι των τότε ευπόρων της Χίου, εφωδιασμένην με έπιπλα κι σκεύη και πάσαν χλιδήν, έχοντες υπηρέτας -οι οποίοι ιστορικοί, ούτως ειπείν, ήσαν τότε εν Χίω ένεκα της επιτηδειότητος και αφοσιώσεως αυτών προς τους κυρίους των- είχον περιέλθει εις την ανάγκην να κατοικώσι τρώγλας στενοχώρους και εκτεθειμένας εις όλας τας μεταβολάς των ωρών του έτους, εις το ψύχος του χειμώνος και εις τον καύσωνα του θέρους, εστερούντο πάσης υπηρεσίας, ως μη έχοντες και τα προς τούτο άλλως τε μέσα, ακόμη και τροφής και άρτου «ανθρωπινού» (λέξις της μητρός μου). Εν συντόμω ήσαν υποχρεωμένοι να ζώσιν ως χωρικοί και δη πτωχοί.
Ο πατήρ μου ήρχισε να επαγγέλληται το ιατρικόν επάγγελμά του και εργασία δεν έλειπε βεβαίως· αλλά τι ήτον το προϊόν της εργασίας του; Μερικά λουκάνικα, ή αυγά, ή όρνις, ή έστιν ότε και κρίθινος άρτος· που χρήματα! Εν τούτοις τα ολίγα απομένοντα από τα «μακαρίτικα» εκείνα τάλληρα της Χίου ευρίσκοντο εν τω εξαντλείσθαι, η δε δυστυχής μάμμη μου, εκ της κακοζωΐας, των στερήσεων και της δυσθυμίας της εν γένει, υπήρξεν εκ των πρώτων θυμάτων της εις την νήσον εφορμησάσης «λοιμικής», και ούτως ετελείωσαν τα δεινά της.
Εσυλλογίσθη τότε ο πατήρ μου τίνι τρόπω ηδύνατο να μεταβή εις την Ρωσίαν δια πλοίου ξένης σημαίας και είχεν ήδη υπ’ όψει του τοιαύτην ευκαιρίαν, ότε Ψαριανοί εκ των πρωτευόντων παρουσιάσθησαν και τον έπεισαν με το καλόν και με απειλάς να μεταβή εις την νήσον των Ψαρών και να σωθή μετά της μητρός μου εντός πλοίου ψαριανού αποπλεύσαντος εκείθεν άνευ πηδαλίου· διότι από τα πλοία είχον αφαιρεθή τα πηδάλια κατ’ απόφασιν της κοινότητας όπως ούτω μη δύναται ουδείς των πλοιάρχων ν’ αναχωρήση, αλλά να εμμείνη και υπερασπίση την πατρίδα μέχρις εσχάτων.
Το πλοίον τούτο κατάφορτον γυναικοπαίδων και ολίγων ανδρών, μετά πολλάς περιπετείας, ηδυνήθη να προσορμισθή εις την νήσον Μύκονον. Και ιδού πάλιν το ατυχές ζεύγος των γονέων μου, πτωχόν, γυμνόν και άπελπι, δεν ενθυμούμαι εις ποίου ευσπλαχνικού κατοίκου την κατοικίαν εύρε σκέπην και τροφήν.
Ανδρέας Συγγρός, Απομνημονεύματα, επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, βιβλίο πρώτο, τόμος Α΄, Αθήνα 1998, (α΄ έκδοση Αθήνα 1908), σ. 22-24.