Σημειωτέον ότι οι πρόσφυγες δια ποικίλας αιτίας διαρκώς μετετοπίζοντο. Μάλιστα αι μετατοπίσεις αυτών ενίοτε προσελάμβανον και επικίνδυνον χαρακτήρα, διο και το Γραφείον ηναγκάσθη επανειλημμένως να εκδώση αυστηράς διαταγάς προς παρεμπόδισιν των μετατοπίσεων. Παρατίθεμεν ώδε την εγκύκλιον αριθ. 21 της 30 Αυγούστου 1907 επαρκώς πραγματευομένην το θέμα τούτο.
Περί της μη αυτοβούλου μετατοπίσεως προσφύγων
Και άλλοτε δι’ εγκυκλίου συνεστήσαμεν, να μη μετατοπίζωνται οι πρόσφυγες αυτοβούλως και άνευ ευλόγου αιτίας από μιάς πόλεως εις άλλην, διότι τούτο πλην της λογιστικής αταξίας φέρει ιδίως και εις το άτοπον του να συγκεντρώνονται εις τινας πόλεις πρόσφυγες περισσότεροι της υπαρχούσης χωρητικότητος οικημάτων. Επειδή όμως αι αυτόβουλοι μετατοπίσεις ατυχώς εξακολουθούσι, πολλοί δε πρόσφυγες άνευ λόγου και ανάγκης, μόνον δε προς επιζήτησιν καλλιτέρας διαμονής, ή δι’ άλλους φαντασιώδεις λόγους συγκεντρώνονται εις ωρισμένας πόλεις, ιδίως δε εις Βόλον, Λάρισσαν και άλλας θεσσαλικάς πόλεις, μεθ’ όλας τας αντιδράσεις του Γραφείου, προβλέπομεν δε ότι, εάν αι τοιαύται συγκεντρώσεις εξακολουθήσωσιν, όταν επέλθη ο χειμών και το δριμύ θεσσαλικόν ψύχος, οι πρόσφυγες κακώς στεγασμένοι και κακώς διαιτώμενοι θα κινδυνεύσωσιν, ευρισκόμεθα εις την ανάγκην ν’ αποτρέψωμεν αυτούς και πάλιν παριστώντες αυτοίς, ότι το ζήτημα της οριστικής των εγκαταστάσεως εν Θεσσαλία δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τον τόπον, εν ω διαμένουσι προσωρινώς, ότι επομένως όταν έλθη η ώρα να εγκατασταθώσιν εν Θεσσαλία, η Κυβέρνησις θα προνοήση προγουμένως και περί καταλλήλων οικημάτων και τότε θα σταλώσιν εκεί από οιονδήποτε μέρος της Ελλάδος και αν ευρίσκωνται τοποθετημένοι χωρίς να είνε ανάγκη, ως φαντάζονται, να παρευσίσκωνται από τούδε πλησίον της Θεσσαλίας, ίνα προφθάσωσιν.
Επειδή όμως φοβούμεθα ότι και πάλιν μόναι αι απλαί παροτρύνσεις ημών δεν θα ώσιν αποτελεσματικαί, θέλετε γνωστοποιήσει εις τους πρόσφυγας, ότι όσοι αυτοβούλως μετατοπίζονται, θα θεωρώνται ότι μεταβαίνουσιν εις ωρισμένην εργασίαν και θα διαγράφωνται εκ των επιδομάτων.
Αλλ’ επειδή υπάρχουσι βεβαίως και περιστάσεις, καθ’ ας η μετατόπισις πρόσφυγός τινος επιβάλλεται, όσοι έχουσι τυχόν λόγον ισχυρόν προς διαμονήν εν άλλη πόλει, οφείλουσι να ζητώσι πρότερον την προς τούτο άδειαν του Γραφείου δι’ αναφοράς των, εν ή θα εκθέτωσι τους λόγους και εν η και υμείς θα γνωμοδοτήτε περί της χορηγήσεως ή μη της αδείας.
[…]
Οι λόγοι δε, δι’ ους το Γραφείον περιέκοπτε τα επιδόματα των εργαζομένων προσφύγων είνε οι ακόλουθοι. Εάν οι πρόσφυγες είχον δύο απολαυάς, μίαν της αργίας και ετέραν της εργασίας, θα εθίζοντο εις ψευδή κατάστασιν, ήτις προσωρινή κατ’ ανάγκην ούσα, προσωρινώς μεν θα εξώθει αυτούς εις δαπάνας μείζονας του αρμόζοντος, βραδύτερον δε ότε φυσικά θα εξέλειπεν η απολαυή της αργίας (το επίδομα) η θέσις των θα ήτο λυπηρά, διότι, ως γνωστόν, δυσκόλως περιορίζεται ο εις πολλά επί χρόνον εθισθείς. Προς τούτοις οι πρόσφυγες έχοντες βέβαιον και ακέραιον το επίδομα, θα ήσαν πρόθυμοι να εκμισθώνωσι την εργασίαν των και αντί ελάσσονος ποσού• αλλ’ ο τοιούτω τρόπω επερχόμενος υποβιβασμός του ημερομισθίου θα καθίστα προβληματικήν την θέσιν των εντοπίων εργατών, οίτινες δεν είχον το αντισήκωμα του επιδόματος. Εντεύθεν δε κατ’ αναπόδραστον ανάγκην θα ενεβάλλετο η δυσφορία του εργατικού λαού δια τους πρόσφυγας, οίτινες συντηρούμενοι εκ των φόρων του λαού θα συνετέλουν συγχρόνως εκ του ασφαλούς εις την μείωσιν του ημερησίου εισοδήματος αυτών των φορολογουμένων εργατικών τάξεων. Άλλως τε υπήρχε και ο λόγος της εξοικονομήσεως μέρους των επιδομάτων των εργαζομένων προσφύγων υπέρ του ταμείου του Γραφείου, ο έστιν υπέρ αυτού του Δημοσίου ταμείου, όπερ ενωρίς απέμεινεν ο μόνος εκείνου χορηγός.
Βεβαίως η περικοπή των επιδομάτων ενείχε και το μειονέκτημα, ότι πολλοί πρόσφυγες απέφευγον την εργασίαν. Αλλά δεδομένου ότι το επίδομα δεν ηδύνατο να επαρκή συνήθως εις πάσας τας ανάγκας των προσφύγων, και ότι το εκ της εργασίας κέρδος πάντοτε θα ήτο πολλαπλάσιον του περικοπτομένου επιδόματος, το ρηθέν μειονέκτημα δεν ήτο συνήθως πρόσκομμα πραγματικόν προς ανάληψιν εργασίας, αλλά μόνον πρόφασις δια τους φύσει οκνηρούς. Άλλως τε το Γραφείον έλαβε το μέτρον να περικόπτη εν μέρει τα επιδόματα ου μόνον των πράγματι εργαζομένων αλλά και πολλών, οίτινες υγιέστατοι τυγχάνοντες και ευχερώς δυνάμενοι να εύρωσιν εργασίαν, εδείκνυον αδιαφορίαν. Δια του συστήματος τούτου επετεύχθη, ώστε πολλοί να τραπώσιν ενωρίς εις εργασίας, προς δε να διαγραφώσιν εκ των επιδομάτων χιλιάδες όλαι αλκίμων νέων προσφύγων, και συνεπώς μεγάλαι οικονομίαι εν τη δαπάνη, ως μαρτυρεί και ο κατωτέρω πίναξ του αριθμού των κατά καιρούς περιθαλπομένων εν σχέσει προς τον αριθμόν των εγγεγραμμένων προσφύγων.
Αριθ. 36.-Περί αναγκαίων οικονομιών εν τη παροχή των επιδομάτων.
(Εμπιστευτική).
[…]
Δια τούτο, χάριν αυτού του κοινού πάντων συμφέροντος, ενδείκνυται η δια παντός προσφόρου μέσου μείωσις της εν λόγω δαπάνης εκ μέρους των επιτετραμένων τα της περιθάλψεως.
Και το μεν Γραφείον προς τοις άλλοις μέτροις, ων γνώσιν εκάστοτε λαμβάνετε, συστηματικώς εξετάζει και την οικονομικήν κατάστασιν των ερχομένων νέων προσφύγων, ίνα ούτω κανονίζη το ποσόν της περιθάλψεως αυτών αναλόγως της υπαρχούσης πραγματικής ανάγκης. Αλλ’ η πρώτη εξέτασις δεν είνε πάντοτε επαρκής και ασφαλής. Οι πρόσφυγες μεταβαίνουσι και εγκαθίστανται προσωρινώς εις διαφόρους πόλεις, εκεί δε οι επόπται είνε εις θέσιν κάλλιον να εκτιμήσωσι την οικονομικήν κατάστασιν των προσφύγων τούτων.
Προς τούτοις ανά τας διαφόρους πόλεις εγκατεστάθησαν πολλοί πρόσφυγες προ έτους και πλέον εν εποχή, καθ’ ην η προσοχή του Γραφείου δεν ήτο πολύ εντεταμένη, λόγω του μικρού τότε αριθμού των προσφύγων και της μικράς σχετικώς δαπάνης. Μεταξύ τούτων βεβαίως υπάρχουσι και οι ευπορούντες, οίτινες, ως είπομεν, διέφυγον τότε την προσοχήν του Γραφείου.
Ετέρωθεν υπάρχουσιν άλλοι πρόσφυγες, οίτινες ελθόντες άνευ χρημάτων, έχουσιν ήδη τοιαύτα πωλήσαντες εν των μεταξύ τα κτήματά των.
Προσέτι πολλά μέλη μιάς και της αυτής οικογενείας ελθόντα κατά διαφόρους καιρούς, έλαβον βιβλιάρια και πληρώνονται κεχωρισμένως, ενώ ήδη εύλογον είνε να ενωθώσιν εις εν βιβλιάριον και πληρόνωνται ομού ως μία οικογένεια.
Γινώσκομεν, ότι η εξακρίβωσις της οικονομικής καταστάσεως εκάστου ατόμου δεν είνε τι ευχερές, δεδομένου μάλιστα ότι παρά τοις πολλοίς το αίσθημα της φιλοπατρίας χαλαρούται, όταν προβάλληται το συμφέρον του σιτισμού εκ δημοσίων χρημάτων.
Αλλ’ εις υμάς τους επόπτας των προσφύγων το Κράτος ανέθηκε την εμπιστευτικήν και λεπτήν ταύτην εργασίαν της περιθάλψεως επί τη προσδοκία ότι θα εργασθήτε μετά στοργής και επιδεξιότητος, ώστε η περίθαλψις να παρέχηται μόνον εις τους πραγματικώς έχοντας αυτής ανάγκην, και μη δυναμένους άνευ αυτής να έχωσι τα προς συντήρησιν απολύτως αναγκαιούντα.
Δια ταύτα επικαλούμενοι την εξαιρετικήν υμών προσοχήν, συνιστώμεν και παρακαλούμεν υμάς, να εξακριβώσητε, δι’ ων επίστασθε μέσω (πληροφορίαι συμπολιτών, εξωτερική περιβολή, τρόπος του βίου κλπ.)
Α) Τίνες των προσφύγων έχουσιν ιδίαν περιουσίαν έστω και μικράν, να ειδοποιήτε δε το Γραφείον, ώστε να διαγράφωνται εις ή πλείονες αριθμοί εξ εκάστης ευπορούσης οικογενείας.
Β) Τίνες των προσφύγων πληρώνονται κεχωρισμένως, ενώ ανήκουσιν εις μίαν οικογένειαν.
Γ) Εις τίνας οικογενείας το χορηγούμενον επίδομα λόγω των πολλών μικράς ηλικίας τέκνων είνε υπεραρκετόν και δύναται να περιορισθή.
Εννοείται ότι η εξακρίβωσις των τυχόν εργαζομένων, των απόντων, ή των μη γνησίων προσφύγων, θέλει κατά τα περί τούτων προδιατεταγμένα απασχολεί επίσης υμάς, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι και η ελαχίστη εύλογος περικοπή επιδόματος αποτελεί αξίαν λόγου οικονομίαν, ήτις προσγίνεται και πρέπει να προσγίνεται εις το ιερόν χρήμα του ελληνικού λαού.