[...]
Ε: Εσείς πότε ήρθατε;
Α: Εμείς το 1929 με 1930. Καθόμασταν στην Αγίου Δημητρίου.
Ε: Φοβόσασταν εκεί; Νιώθατε ανασφάλεια;
Α: Όχι, τίποτα. Έξι παιδιά ήμασταν, ούτε φοβόμασταν ούτε τίποτα. Αλλά τελευταία που έκλεισαν τη δουλειά του μπαμπά μου… Πωλούσαμε εμείς καλαμπόκια, τα βράζαμε, τα πουλούσαμε. Τα αγόρια πουλούσαν καραμέλες για να μπορούμε να ζήσουμε. Και πάλι ζούσαμε [δυσνόητη λέξη]. Πούλησε η μάνα μου χρυσαφικά για να έρθουμε.
Ε: Και από πού ήρθατε; Από το Βατούμ κατευθείαν με πλοίο;
Α: Βέβαια, Βατούμ, Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη και Καμάρα ήρθαμε και κλαίγαμε… (γέλια). Μόλις μπήκαμε στην Καβάλα, «Κλεφταράδες»! Το πλοίο έκανε στάθμευση στην Καβάλα. Είχε μια βάρκα από πίσω και ξεφορτώναμε. Ήταν φορτηγό το πλοίο. Και κλαίγαμε. Και βλαστημούσαν και χτυπιόταν η μαμά μου και έλεγε: «Πού ήρθαν τα παιδιά μου; Εγώ τα έφερα για να γίνουν άνθρωποι και τι ακούν τώρα;». Έκλαιγε η μαμά μου. Ο μπαμπάς μου έλεγε: «Είδες; Όταν στο έλεγα εγώ, εσύ ήθελες να έρθεις στην Ελλάδα!». Εκεί ένας καπνέμπορος παρακαλούσε τον πατέρα μου, που ήταν μορφωμένος, τον παρακαλούσε να κατέβει για να τον πάρει υπάλληλο. Και η μάνα μου δεν ήθελε. Ήθελε να φύγει στην Θεσσαλονίκη. Και δεν κατεβήκαμε και ήρθαμε ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Ξέρεις τι τραβήξαμε εμείς στην Ελλάδα; Πόσες φορές πλάγιασα νηστικιά; Ο πατέρας μου δεν έβρισκε δουλειά και χτυπιόταν και έλεγε: «Πώς δεν πήγα εγώ στην Καβάλα και άκουσα τη γυναίκα μου!». Πήγαμε σε ξενοδοχείο.
Ε: Εδώ στη Θεσσαλονίκη;
Α: Στη Θεσσαλονίκη. Εδώ στο Βαρδάρη. Είχε κάποιος συγγενής της μαμάς μου ξενοδοχείο και πήγαμε εκεί. Ένα μήνα ήμασταν εκεί μέσα. Δε βρίσκαμε. Δε μας έδιναν σπίτι γιατί έλεγαν ότι είμαστε έξι παιδιά, τρία αγόρια, τρία κορίτσια. Και δε μας έδιναν σπίτι. Για να μη τα πολυλογώ βρήκαμε στην Αγίου Δημητρίου ένα και πήγαμε εκεί. Τράβηξε ο καημένος ο πατέρας μου πάρα πολλά. Δεν τον έπαιρναν σε δουλειά. Όλοι τον έταξαν, τον έλεγαν ότι θα σε πάρουμε και θα σε κάνουμε… Όταν ήμασταν εκεί τον έγραφαν και τον έλεγαν: «Εσύ έλα στην Ελλάδα και μη στεναχωριέσαι.» Και όλοι τον αρνήθηκαν. Το 1930 έγιναν αυτά.
Ε: Τελικά βρήκε δουλειά;
Α: Μπα! Μπα! Δε βρήκε δουλειά. Κάπου… στη δημαρχία, τον έβαζαν έτσι σαν επιστάτη στους δρόμους, κάπου έκτακτα… Αρρώστησε ο πατέρας μου από τον καημό του, έπαθε φυματίωση, μας βρήκε ύστερα και ο σεισμός. Τραβήξαμε, σου λέω τραβήξαμε! (φωνάζει). Όλοι ύστερα πιάσαμε δουλειά. Όλοι δουλεύαμε, εγώ, ο αδερφός μου…
Ε: Πού δουλεύατε εσείς;
Α: Εγώ δούλευα στη ρωσική αγορά. Στο εργοστάσιο.
Ε: Πού ήταν αυτό;
Α: Τώρα έκλεισε [δυσνόητη λέξη]. Που ήταν το ΑΒΕΖ το εργοστάσιο, τα μακαρόνια; Οδός Δανδανάκη [δυσνόητη λέξη]. Εκεί δούλεψα, ξέρεις πόσα χρόνια; 35 χρόνια και πήρα και σύνταξη.
Ε: Πώς σας συμπεριφέρονταν οι Έλληνες;
Α: Πού;
Ε: Εδώ.
Α: Α! Εδώ καλά.
Ε: Δε σας κοιτούσαν με μισό μάτι;
Α: Δεν είχαμε αυτό… Όταν ήρθαμε, εκεί στο Διοικητήριο ξέρεις τι ήταν; Όλο παράγκες. Αν πεις στην εκκλησία, απέναντι εκεί! Τι να σου πω. Όλο παράγκες ήταν. Όλο, όλο, όλο. Λέγαμε: «Σπίτια δεν έχουν εδώ;» Πω πω! Ούτε που κατάλαβα. Όλα τα ξεσηκώσανε. Αλλά δε κτίσανε απέναντι από το Υπουργείο, στα αρχαία. Όλος ο κόσμος στην πλατεία, πώς λέγεται… (δε θυμάται)
Ε: Το κράτος σας βοήθησε καθόλου;
Α: Μπα! (φωνάζοντας) Και πολύτεκνοι, ε! Ούτε από εκεί είδαμε χαΐρι. Τάχα πήγε ο πατέρας μου στο χωριό, στο σύλλογο, να μας βοηθήσει [δυσνόητη λέξη]. Τίποτα. Χαΐρι από κανέναν δεν είδαμε. Όλα μόνοι μας.
[...]
Ε: Ο αδερφός σας πού δούλευε;
Α: Ο αδερφός μου έμαθε [δυσνόητη λέξη]. Και πού δε δούλεψε ο αδερφός μου. Ε… Πώς τους λένε αυτούς; Τοπογράφος ήταν. Δούλεψε στα έργα. Τα μεγάλα έργα που έγιναν στο Ασβεστοχώρι επάνω. Δεν ξέρω αν τα ξέρεις. Στα μεγάλα έργα, εκεί δούλεψε.
Ε: Η αδερφή σας με τι ασχολούνταν;
Α: Πήγαινε στο ράψιμο.
Ε: Η μητέρα σας δούλευε;
Α: Όχι. Εμείς ήμασταν παιδιά, όλοι δουλεύαμε και τα συγκεντρώναμε και ζούσαμε.
Ε: Και σιγά σιγά, πότε αποκτήσατε σπίτι;
Α: Σπίτι δεν αποκτήσαμε. Σ’ ενοίκιο μέναμε.
Ε: Μέχρι πότε ήσασταν στο Διοικητήριο;
Α: Στο διοικητήριο ήμασταν… Να σου πω. Εγώ από το Διοικητήριο έφυγα το 1964. Παντρεύτηκα.
Ε: Μ’ ενοίκιο;
Α: Μ’ ενοίκιο. Η αδερφή μου παντρεύτηκε, έφυγε στο Ντεπό. Ο αδερφός μου παντρεύτηκε, πήγε προς το Ντεπό. Η άλλη αδερφή μου παντρεύτηκε κι εκείνη προς το Ντεπό, Βασιλίσσης Όλγας προς τα εκεί. Εγώ παντρεύτηκα, ήμουν πάνω από το Διοικητήριο. Καθίσαμε εκεί 30 χρόνια [δυσνόητη λέξη]. Όταν γύρισαν οι φαντάροι, ήμασταν αρραβωνιασμένοι, ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε και δεν παντρευτήκαμε. Έφυγε φαντάρος. Και παντρεύτηκα το 1941. Στην πιο κρίσιμη στιγμή. Ούτε ψωμί δεν υπήρχε, ούτε τίποτα. Εκεί Σαββάτο ημέρα παντρευτήκαμε μέχρι δώδεκα η ώρα.
Ε: Μπορείτε να περιγράψετε την παράγκα, το σπίτι σας όταν ήρθατε;
Α: Δίπατο ήταν. Πάνω κάτω ήμασταν.
Ε: Ήταν κρύο, είχε υγρασία;
Α: Με μαγκάλια ήμασταν, τι υγρασία να είχε; Εκεί κάτσαμε στην Αγίου Δημητρίου τρία χρόνια.
Ε: Και μετά;
Α: Μετά πού κάτσαμε; Εκεί που καθόταν ο Κοσμίδης. Διοικητηρίου από πίσω πώς λεγόταν;
Τ.Π.: Στην Κασσάνδρου.
[...]
Ε: Τελικά οικονομικά πότε συνήλθατε;
Α: Α! Πριν από τον πόλεμο ήμασταν καλά. Δούλευε ο κόσμος. Δούλευε ο αδερφός μου σ’ αυτά τα έργα και έπαιρνε καλό μισθό. Πέντε χιλιάδες εκείνη την εποχή. Πέντε χιλιάδες εκείνη την εποχή, ξέρεις τι ήταν; Μας έπαιρνε λεφτά. Εμείς όλοι δουλεύαμε. Καλά ήμασταν. Αλλά μετά έγινε ο πόλεμος πήγε φαντάρος αυτός, ο άλλος… τρία παιδιά. Στον πόλεμο. Ούτε ξέραμε πού ήταν.
Ε: Ο πατέρας σας πότε πέθανε;
Α: Ο πατέρας μου πέθανε το 1941. Όχι, το 1942. Μετά παντρεύτηκα εγώ.