Απόσπασμα από το βιβλίο της Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο
6th August 2019
1923-1939

Απόσπασμα από το βιβλίο της Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες

Η Διδώ Σωτηρίου, σημαντική μορφή της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1909. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη, από όπου με την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα τελείωσε το σχολείο, φοίτησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και αργότερα εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

Σε ορισμένα από τα λογοτεχνικά της έργα παρουσιάζει τη ζωή των προσφύγων, αντλώντας στοιχεία από τη ζωή της οικογένειάς της ή συγγενικών της προσώπων. Στο απόσπασμα που έχει επιλεχθεί από το έργο "Μέσα στις φλόγες" περιγράφονται αφενός τα στερεότυπα που διαμορφώθηκαν για τις γυναίκες πρόσφυγες και αφετέρου οι καθημερινές συγκρούσεις ανάμεσα στους ντόπιους και τους πρόσφυγες στις γειτονιές όπου αναγκάστηκαν να συνυπάρξουν.

[...]

Αυτό το πήγαιν’ έλα στην εκκλησία ήταν η μοναδική έξοδος της Πινέλλας. Κι οι νέοι της συνοικίας το είχαν πάρει είδηση και τρέχαν να τη δούν, κι ελπίζανε να την ξεμοναχιάσουν και να της μιλήσουνε. Η ομορφιά κι η ζωηράδα της είχε αναστατώσει όλον τον αρσενικό πληθυσμό της γειτονιάς. Όταν έβγαινε στο μπαλκόνι και τέντωνε τα μπράτσα της πίσω, να ξεμουδιάσει και να ρουφήξει λίγο θαλασσινό αεράκι και πηδούσαν σαν κίτρα τα δύο σφιχτά στήθια της κι έλαμπαν παιχνιδιάρικα κι ανήσυχα τα μπιρμπιλωτά μάτια της κι υγραίνονταν τα μεστά χείλη της, ο μανάβης, αντίκρυ, στεκόταν κι έκανε το σταυρό του.
- Παναγιά βόηθα κορίτσαρος! Ρε Πινέλλα μάτια μου, τι σ’ έστειλε από κει κάτω ο Θεός για να μου πληγώνεις, έτσι δα τζάμπα, την καρδιά;
Η Πινέλλα τότε χαχάνιζε καλόκαρδα και του απαντούσε όλο εξυπνάδα.
- Καημένε Αλέκο. Δεν ξέρεις γιατί μας έστειλε εδώ ο Θεός; Για να μας γδύσετε ελόγου σας και να πλουτίστε.
- Αχ, Κυρά μου, αναστέναζε κείνος. Εσένα και δίχως να σε γδύσω, θα σ’τα ‘δινα όλα τζάμπα, όλα και την καρδιά μου.
Κάθε πρωί πρώτος στο σπίτι ξυπνούσε ο μπαρμπα-Κωστής, μα ντρεπόταν να ζητήσει ένα καφεδάκι, μόνο μερακλωμένος και άνιφτος, άρπαζε τις στάμνες και κατέβαινε την κατηφοριά να προφτάσει το νερουλά που διαλαλούσε στον πέρα δρόμο: “Νιερό από τον Πόρο! Ειν’ από τον Πόροοο το νιερόοου!”.
Και καθώς ανηφόριζε ο μπαρμπα-Κωστής με τις φορτωμένες στάμνες και φούσκωναν τα λαιμά του να σπάσουν, έβγαζε το άχτι του να μονολογά:
- Βρε, που εκαταντήσαμε, που εκαταντήσαμε! Ακούς ν’ αγοράζουμε το νερό, το νερό! Φτου, εξαποδέ που μας κουβάλησες άρον άρον, στον ερημότοπο τούτονε. Να υστερνά μάλαμα! Να, να, που να μη σώνανε να πατούσαν το πόδι τους, οι κολασμένοι όπου μας καταστρέψανε...

Μια δυο, άκουγαν οι γειτόνισσες άκρες μέσες και τον λέγανε για παλαβό –έτσι μάλιστα, αλλόκοτα, που ήταν ντυμένος ο γερο-Μπουτζαλής. Ένα πρωί βγήκε η σπιτονοικοκυρά μας χολιασμένη και ζοχαδιασμένη, λες κι από καιρό του το φύλαγε και γύρευε αφορμή να ξεσπάσει:
- Βρε γέρο-βρακά, του είπε, αν δεν σου γουστάρει ο τόπος μας, γύρνα στον εδικό σου, γύρνα αν σου βαστάει...
Ο μπαρμπα-Κωστής ξαφνιάστηκε απ’ την απροσδόκητη επίθεση κι είπε μόνος του:
- Πρωί, πρωί!
- Πάψε να βρίζεις, τουρκόσπορε, ούρλιαξε η σπιτονοικοκυρά. Δεν κοιτάς την κόρη σου την πρόστυχη, που ξεμυάλισε τους άντρες της γειτονιάς και την έχεις και την καμαρώνεις;
- Πίσω μου σ’ έχω Σατανά! Είπε πάλι ο μπάρμπας. Αν δεν ήσουν γυναίκα, κυρά, θα σου ‘δινα άσκημη απόκριση. Συμμάζεψε τη γλώσσα σου, μ’ ακούς; Άφησε μας στη συφορά που μας εβρήκε στα υστερνά μας...
Τότε εκείνη άρχισε να σκούζει μανιασμένη, λες τη σφάζανε.
- Να φύγετε απ’ το σπίτι μου, να ξεκουμπιστείτε, παλιοπρόσφυγες! Μας πήρατε τις δουλειές των αντρώνε μας, μας αρπάξατε το φαΐ μας, μας βρωμίσατε τον τόπο. Χρόνια είχε την ταβέρνα ο Πότης μου στο Φάληρο, κι ήρτε ένας παλιοτουρκόσπορος κι άνοιξε μια παράγκα πλάι, και με τους ψευτομεζέδες του, τις ψευτοπεριποίησές του και τις λωλοσμυρνιές που κουβαλάει, μας άρπαξε την πελατεία, που να τον επάρει ο Χάρος...
Άνοιξαν κι άλλες πόρτες, κι άνοιξαν κι άλλες γλώσσες κι όλες μαζί οι ντόπιες δικαίωναν τη σπιτονοικοκυρά. Και το πήραν είδηση και οι προσφυγίνες απ’ το γειτονικό σκολειό, κι ήρθαν κι αυτές απειλητικές. Και μιά τους, τράβηξε τα μαλλιά μιας άλλης, κι όλες μαζί πιάστηκαν στα χέρια.
- Αντροχωρίστρες πρόστυχες! Φώναζαν οι ντόπιες.
- Κρυόμπλαστρα, ψοφίμια, πεινασμένες! Απαντούσαν οι άλλες.
Μπήκαν στη μέση οι άντρες. Έσπασαν κεφάλια και τζάμια. Ήρθε η αστυνομία, άρχισαν ανακρίσεις.
Ο μπαρμπα-Κωστής δεν την ήθελε τη ζωή του. Το ίδιο βράδυ, μάζεψε την κουρελού του, πήρε και την Πινέλλα του και έφυγε.
- Εμείς, είπε, θα πάμε στη Σάμο να δουλέψουμε. Εκεί θα ξαγναντεύουμε και τα μέρη μας. Και σαν θε να ‘ρθει η ώρα η μεγάλη, θα είμαστε κοντινότερα να γυρίσουμε οπίσω στην πατρίδα.
Κανείς δεν τον εμπόδισε.
- Αυτοί οι άνθρωποι, είπε ο θείος Γιάγκος, είναι μονοκόμματοι. Δεν ξέρουν και λίγη πολιτική. Μια και είμαστε σε ξένο μέρος πρέπει να δίνουμε τόπο στην οργή.
- Τι θα πει ξένο μέρος, μωρέ Γιάγκο, αρπάχτηκε ο κ. Γεράσιμος. Δεν είμαστε κι εμείς Έλληνες; Αν δεν είμαστε το ήθελαν να μας λευτερώσουν για να μας καταστρέψουν; Αυτοί έδιωξαν το Βενιζέλο που...
- Καλά, καλά αδερφέ. Αν ζητήσουμε τώρα να εμβαθύνουμε και ν’ αποδώσουμε ευθύνες, θα πάμε πολύ μακριά. Το ζήτημα είναι να μην οξύνουμε κι εμείς τούτα τα μίση που αφυπνίσθηκαν.
- Μνήσθητί μου Κύριε! Έκαν η κυρία Ελβίρα, τέτοιο μίσος δε μας το είχαν οι Τούρκοι!
- Θα καταλαγιάσουν με τον καιρό, όλα θα καταλαγιάσουν, είπε με το συμφιλιωτικό του πνεύμα ο θείος Γιάγκος. Θα έρθουν άλλα μίση να διαδεχτούν τα παλιά άλλα πάθη. Αυτή είναι η ζωή...

[...]

Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 204-208.


Είδος Τεκμηρίου: Λογοτεχνικά κείμενα
Στοιχεία Δημιουργίας
Σωτηρίου, Διδώ
1978
Αθήνα
Θεματική Ενότητα
300

Τόποι μετακινήσεων προσφύγων