Ο νωτιαίος μυελός
Η σταλινική αυτοκρατορία δεν ανέχεται τους Έλληνας. Ούτε εις την μητρόπολιν, ούτε εις τα αποικίας της. Άλλους εξοντώνει αθορύβως με τα καταναγκαστικά έργα εις τα φοβερά ορυχεία της Σιβηρίας […] και άλλους μας τους στέλνει γυμνούς δια να διογκώσουν την φάλαγγα των αποκλήρων, που την έχουν κάνει ατέρμονα εις την Ελλάδα οι πόλεμοι, αι ανταρσίαι και αι καταστροφαί.
Εις την δευτέραν αυτήν κατηγορίαν ανήκουν 432 Έλληνες εκ Ρουμανίας, που ήλθον προ δύο εβδομάδων με το ατμόπλοιον «Αλεξάνδρα». Κοινωνικώς ανήκαν εις όλας τα τάξεις. Πολλοί από αυτούς ήσαν πλούσιοι, όταν δεν είχεν «απελευθερώσει» την Ρουμανίαν ο ερυθρός στρατός δια να την απογυμνώση ολόκληρον. Όλοι όμως ήλθον με το ίδιον βάρος ρουχισμού: 70 κιλά οι εργαζόμενοι και 40 οι άλλοι.[…] Τίποτε άλλο δεν τους επέτρεψε να πάρουν μαζύ των η «λαϊκή δημοκρατία».
Το ατμόπλοιον τους απεβίβασε εις την Τήνον, όπου αμέσως έφθασαν εκπρόσωποι του υπουργείου Προνοίας, του υπουργείου Δημ. Τάξεως και του Ερυθρού Σταυρού. Η προέλευσις των απεσταλμένων μαρτυρεί και το είδος των προβλημάτων που έπρεπε να λύση το κράτος εις την προκειμένην περίπτωσιν: στέγασις, διατροφή, υγιεινή περίθαλψις, και ιδεολογική διαλογή. Το πρώτον, όμως πράγμα, που έγινεν ήτο η οικονομική διαλογή.
Οι πρόσφυγες εχωρίσθησαν εις δύο κατηγορίες: Εις εκείνους που είχαν συγγενείς εις την Ελλάδα και που εδήλωσαν εγγράφως ότι δεν διεκδικούν κρατικήν περίθαλψιν και εις τους απροστατεύτους, που είχαν ανάγκην μονίμου κρατικής ενισχύσεως μέχρις αποκαταστάσεώς των.[…]
Έως εδώ τα πράγματα «επήγαν ρολόγι». Μόλις όμως παρέστη ανάγκη κάποιας υποτυπώδους οργανώσεως, ήρχισε μία καταπληκτική και απίστευτος ιστορία. Περί τους 100 ήσαν εκείνοι που θα πήγαιναν εις τα σπίτια συγγενών των. Εφορτώθησαν, λοιπόν, αυτοί δια τον Πειραιά εις τα ατμόπλοια «Έλση», «Κυκλάδες» και «Κωστάκης Τόγιας». Αμέσως όμως προέκυψε το πρόβλημα των «αποσκευών» (δηλαδή των 70 ή των 40 κιλών που έφερνεν ο καθείς των ως τραγικόν υπόλειμμα μιάς ολοκλήρου ζωής γεμάτης μόχθους και ελπίδας). Αι αποσκευαί αυταί προήρχοντο από το εξωτερικόν. Ήσαν συνεπώς «υποκείμεναι». Δηλαδή είδη ενδεχομένως υποκείμενα εις δασμόν.
Υπήγοντο, άρα, εις την δικαιοδοσίαν του τελωνείου. Και υπήρχε μεν εις την Τήνον τελωνείον, το οποίον θα ημπορούσε να κάμη τον σχετικόν έλεγχον, αλλά το τελωνείον αυτό είναι τρίτης τάξεως και εφ’ όσον οι 100 πρόσφυγες εκ Ρουμανίας θα επήγαιναν εις τον Πειραιά, έπρεπεν ο έλεγχος να γίνη από το πειραϊκόν τελωνείον, που είναι πρώτης τάξεως.[…]
Το πράγμα όμως θα εδιορθώνετο πολύ εύκολα, όπως εβεβαίωσε τους 100 ο τελώνης Τήνου. Όλαι μαζύ αι αποσκευαί –και των 100- θα εφορτώνοντο «εις παραλαβήν» του τελώνου Πειραιώς, και από αυτόν θα τους έπαιρναν αμέσως οι ενδιαφερόμενοι.[…]
Κάποτε οι εκατόν πρόσφυγες από την Ρουμανίαν έφθασαν εις τον Πειραιά.[…] Όλοι όμως ήθελαν να παραλάβουν τας «αποσκευάς» των. Αλλ’ από πού θα τας παρελάμβανον; Από την Ζώνην ή από το Κεντρικόν Τελωνείον του Αγίου Νικολάου;[…]
Ήρχισαν, λοιπόν, να τρέχουν ξένοι αυτοί μαζύ με τους συγγενείς των από τον Άνναν εις τον Καϊάφαν δια να μάθουν πού ευρίσκονται τα κουρέλια των […].
Μετά πολλάς αναζητήσεις […] εξηκριβώθη πού θα εξεφορτώνοντο αι «αποσκευαί».
Ο αρμόδιος όμως τελώνης […] δεν ημπορούσε να τας παραδώση εις τους τραγικούς ιδιοκτήτας των. Έπρεπε –δια να ελευθερωθούν αι αποσκευαί- να προσκομισθούν διαταγαί του υπουργείου Προνοίας προς τον Ο.Λ.Π. (δια να μη πληρωθούν εργατικά), προς τα πρακτορεία (δια να μη πληρωθούν εκφορτωτικά), και προς το τελωνείον (δια να μη πληρωθούν δασμοί)…
Και επί τέσσαρας ημέρας 100 άνθρωποι […] ανέβαιναν εις τα Αθήνας και κατέβαιναν εις τον Πειραιά και έτρεχαν εις τα τελωνεία και παρακαλούσαν το υπουργείον Προνοίας και διεπληκτίζοντο εις τον Ο.Λ.Π. και συνωθούντο εις τα πρακτορεία δια να παραλάβουν από το ελληνικόν κράτος τα 70 ή τα 40 κιλά που τους είχεν αφήσει το καθεστώς της χοιρομόρφου Άννας Πάουκερ…
Ετελείωσαν κάποτε και αι διατυπώσεις αυταί. Το μαρτύριον όμως των 100 προσφύγων εκ Ρουμανίας δε είχε τελειώσει ακόμη. Διότι ο τελώνης Τήνου είχε φορτώσει χονδρικώς τας «αποσκευάς», χωρίς να επισυνάψη ονομαστικήν κατάστασιν των δικαιούχων και ο τελώνης Πειραιώς δεν εγνώριζεν εις ποίον ν’ αποδώση κάθε δέμα. Νέοι κόποι και νέαι αγωνίαι εχρειάσθησαν δια να λυθή και το τελευταίον αυτό πρόβλημα…
Έτσι επέρασαν εις την Ελλάδα αι τέσσαρες πρώται ημέραι 100 Ελλήνων, τους οποίους μας απέστειλε γυμνούς –αλλά πλήρεις ελπίδων δια κάποιαν στοργήν- η σταλινική αυτοκρατορία.[…]
Ανεφέραμεν την Ιστορίαν αυτήν διότι αποτελεί κλασσικόν παράδειγμα παταγώδους βλακείας ολοκλήρου του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος δίδει την εντύπωσιν ότι στερείται εγκεφάλου και ότι μοιάζει με τα ατελή εκείνα είδη του ζωϊκού βασιλείου, που διαθέτουν μόνον νωτιαίον μυελόν. Και διερωτώμεθα: Οι Έλληνες είναι έξυπνοι άνθρωποι. Πώς κατώρθωσαν να δημιουργήσουν τόσον ηλίθιον κράτος;