Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη, Γαλήνη

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο
6th August 2019
1923-1939

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη, Γαλήνη

Ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) ενσωμάτωσε στα λογοτεχνικά του κείμενα την προσωπική και οικογενειακή προσφυγική διαδρομή, καθώς η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετοικήσει από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας αρχικά στη Λέσβο και κατόπιν στην Αθήνα, ο ίδιος δε είχε υποχρεωθεί μέχρι το 1923 να υπηρετήσει στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το 1931 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα "Το νούμερο 31328", εμπνευσμένο από την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας της Ανατολής. Το 1939 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του "Γαλήνη".
Στο παρακάτω απόσπασμα από τη "Γαλήνη" ο Βενέζης περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειες μίας ομάδας προσφύγων να εκχερσώσουν και να μετατρέψουν τις γαίες που τους παραχωρήθηκαν στην Ανάβυσσο της Αττικής σε κατάλληλες για καλλιέργεια. Στην περίπτωση της Αναβύσσου, οι γαίες που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες αποτελούνταν από αλυκές και έλη, με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να χρειαστεί να παλέψουν σκληρά προκειμένου να τις καταστήσουν κατάλληλες για την αγροτική παραγωγή.

6.

Η ζωή άρχισε τον κανονικό δρόμο της στην Ανάβυσσο. Δώσανε στους πρόσφυγες σκηνές, εργαλεία και λίγα μέσα για να σηκώσουν από ένα καλύβι και να τραφούν, ως ότου να τους δώσει καρπό η γη που θα καλλιεργούσαν.
Από πολύ πρωί, απ’ τα χαράματα, όλος ο πληθυσμός του κοπαδιού έπαιρνε το δρόμο για τα χωράφια. Μονάχα οι άρρωστοι και οι γέροι μέναν να φυλάγουν στον καταυλισμό. Φοβόντανε ακόμα τους βλάχους, αυτοί όμως δεν είχαν δώσει κανένα σημείο ζωής από κείνην την πρώτη μέρα, που είχαν στείλει την πρεσβεία τους. Μένανε ακόμα στον καταυλισμό και οι χτίστες που χτίζαν τα καλύβια του συνοικισμού με πηλό.
Στη διαλεγμένη γη, πλάι στο ξωκλήσι, δούλευε κι ο Γλάρος με τη φαμίλια του. Από καιρό σε καιρό πήγαινε και σ’ ένα άλλο χωράφι, στο “Θυμάρι”, που έπεσε στον κλήρο του.
Η δουλιά είταν πολύ δύσκολη, το χέρσο χώμα πολύ σκληρό κι ο τόπος γεμάτος από πέτρα και σκοίνα. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γυναίκα του Γλάρου φοβόταν πιο πολύ πως η εκλογή του κλήρου δεν ήταν καλή.
- Θα είναι ακόμα σε πολύ βάθος, φαίνεται, πέτρα, έλεγε μόνο στον άντρα της.
Ο Γλάρος σταματούσε το σκάψιμο μια στιγμή, καταλαβαίνοντας που πάει η κουβέντα της.
- Μια φορά εδώ φαίνεται πως μείναν άνθρωποι, της απαντούσε με πείσμα. Ξαίρω εγώ τι κάνω! Θ’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια τους.
Η Ελένη δεν έλεγε τίποτα άλλο και πάλι άρχιζε να σκάβει. Ίσως να είχε δίκιο ο άντρας της. Σίγουρη δεν μπορούσε να είταν πως το χώμα εδώ θα είταν πολύ χειρότερο από άλλα μέρη που πήγαν οι πατριώτες τους. Αλλά το ότι πατούσαν σε χώμα που ίσως, κάποτε, το δουλέψαν κι άλλοι άνθρωποι, η αναζήτηση των αχναριών που θ’ άφησαν, έδινε παρηγοριά.

Κι οι μέρες περνούσαν ως που ένα πρωινό η αξίνα του Γλάρου έβγαλε στην επιφάνεια ένα πιο βέβαιο μήνυμα αυτών των ανθρώπων. Ένας θαμένος τοίχος, καμωμένος με τεράστιες πέτρες, φάνηκε σε λίγο βάθος.
- Έλα δω να δεις! Φώναξε στη γυναίκα του. Τούτο, δεν είναι τοίχος;
Βέβαια είταν τοίχος. Τον περιεργαζόνταν κι οι διό, τη γερή δεσιά του.
Τι να είταν; Τι να είταν ο κόσμος που έβγαιναν τ’ αχνάρια του;
- Οι άνθρωποι της αλυκής, που ξέρουν τον τόπο, λένε παράξενα πράματα, είπε ο Γλάρος. Λένε πως κάποτε εδώ είταν μεγάλη πολιτεία και πως ένα μέρος της βούλιαξε μες τη θάλασσα.
Έτσι λένε. Όταν δε φυσά το αγέρι και είναι μπουνάτσα, στο βυθό του κόρφου μπορούν να δουν τοίχους και μεγάλα πυθάρια κι άλλα έργα από χέρι ανθρώπου.

Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Αθήνα 1939, σ. 48-50


Είδος Τεκμηρίου: Λογοτεχνικά κείμενα
Στοιχεία Δημιουργίας
Βενέζης, Ηλίας
1939
Αθήνα
Θεματική Ενότητα
304

Τόποι μετακινήσεων προσφύγων