ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΥΚΑΣΙΩΝ
Σπανίως παρετηρήθη και εξεδηλώθη τοσαύτη ομοφωνία του Τύπου και της δημόσιας γνώμης, όση τας ημέρας ταύτας δια το ζήτημα της εγκαταστάσεως εν Μακεδονία και Θράκη των εκ Καυκάσου ομογενών. Και πιστεύομεν ότι το γεγονός τούτο εσημείωσαν ήδη αι αρμόδιοι υπηρεσίαι, εις τας οποίας είναι διαπεπιστευμένη η διαχείρισις της περιθάλψεως και η εκτέλεσις της εγκαταστάσεως αυτών, δια ν’ αυξήσουν τον ζήλον και την δραστηριότητά των, και δια να μη επαναληφθή η άστοργος εκείνη επί εξ ολοκλήρους ημέρας διακοπή της αρτοδοσίας αυτών. Χαίρομεν ιδιαιτέρως, ότι όλοι οι συνάδελφοι ευρέθησαν σύμφωνοι εις τον δοθέντα παρ’ ημών χαρακτηρισμόν της υποθέσεως, ότι είναι υπόθεσις εθνική και Μακεδονική, αξία να επισπάση το ζωηρόν ενδιαφέρον του Μακεδονικού Λαού. Η Κυβέρνησις των Φιλελευθέρων απεφάσισεν αληθώς να κατατάξη μεταξύ του εθνικού της προγράμματος, και την περισυλλογήν 200.000 Ελλήνων οίτινες, μεταναστεύσαντες εκ Πόντου εις Καύκασον δια ν’ αποφύγουν την τουρκικήν τυραννίαν, εκινδύνευον ν’ απολυθούν δια παντός από την ελληνικήν οικογένειαν. Είχεν απαγορευθή εις αυτούς από τας τσαρικάς κυβερνήσεις η χρήσις της πατρίου γλώσσης, και μετά τινα έτη, η ελληνική αυτών συνείδησις, και η ελληνική των καταγωγή ήθελον αναμφιβόλως ανήκει εις την ιστορίαν. Τον αδυσώπητον τούτον εκφυλισμόν προέβλεπον οι ατυχείς ομογενείς και από δεκαετηρίδος έστρεφον τα ικετευτικά βλέμματα των προς την ελευθέραν γωνίαν της Ελληνικής Πατρίδος. Εζήτουν επιμόνως σωτηρίαν! ξηρόν άρτον και ένα τάφον εις την πατρώαν γήν. Αλλ’ η πατρίς ήτο μικρά και ασθενής. Ήθελε να τους σώση αλλά δεν ηδύνατο. Εν τω μεταξύ η Ελλάς εμεγαλύνθη, και ο Τσαρισμός κατέρρευσεν. Η ελευθέρα τότε μήτηρ έτεινε τους βραχίονας εις τα διασκορπισμένα τέκνα της, και τα τέκνα ερρίφθησαν εις τας αγκάλας της μητρός. Εταλαιπωρήθησαν επί μακρόν αι 60.000 Καυκάσιοι αδελφοί εις τα παράλια της Ρωσσίας αναμένοντες τα αποστελλόμενα σκάφη. Όσα εκεί επί 15 μήνας υπέφερον, τα απέδωκαν εις την ακαταμάχητον δύναμιν των πραγμάτων. Άμα όμως έφθασαν εις τους κόλπους μας, εις τας ελληνικάς πόλεις, εις τον τόπον, εις τον οποίον θ’ αφιέρωνον την ζωήν και την εργασίαν των, δεν έπρεπε να ανακουφισθούν από τα δεινά, δεν έπρεπε να συναντήσουν όχι μόνον την Κυβερνητικήν και Διοικητικήν μέριμναν, αλλά και την Κοινωνικήν πρόνοιαν και αντίληψιν; Και περί μεν της Κυβερνητικής και Διοικητικής μερίμνης εγράψαμεν και εγράφησαν πολλά, ελπίζομεν δε ότι μετά μείζονος δραστηριότητος και μεθοδικότητος θα εργασθούν εφεξής αι αρμόδιαι υπηρεσίαι εις την περίθαλψιν και εγκατάστασιν αυτών. Η κοινωνία μας όμως, με τας εκατοντάδας και κολοσσιαίας οργανώσεις της, ας επιτραπή να το γράψωμεν- ουδέν μέχρι της στιγμής ταύτης έδειξε προς επικουρίαν των 40.000 λιμοκτονούντων Καυκασίων ενδιαφέρον. Όχι διότι δεν συγκινείται και δεν αναγνωρίζει τα προς τους πάσχοντας και γυμνητεύοντας αδελφούς καθήκοντα, αλλά διότι έλλειψε μια ευγενής πρωτοβουλία από μίαν κοινωνικήν ή φιλανθρωπικήν οργάνωσιν, προς εκτέλεσιν τόσον ιερού καθήκοντος. Λυπούμεθα κατάκαρδα, διότι αναγκαζόμεθα να κατακρίνωμεν την ουσιώδη ταύτην παράλειψιν, διότι η εμπράκτως διαδηλουμένη συμπάθεια της κοινωνίας αποτινάσσει πάντοτε εις τοιαύτα θέματα και την νάρκην ή βραδυπορείαν των δημοσίων υπηρεσιών, καθιστώσα αυτάς επιμελεστέρας. Μας έκαμε μάλιστα θλιβεράν εντύπωσιν, ότι ενώ από τας περιγραφάς και τας επικλήσεις των εφημερίδων έσπευσε την επιούσαν να επισκεφθή τους καταυλισμούς των προσφύγων μας ο αξιότιμος αντιπρόσωπος του αμερικανικού ερυθρού σταυρού, δια ν’ αντιληφθή την κατάστασιν και τας ανάγκας των δυστυχούντων, ουδέν ελληνικόν ίδρυμα ή σωματείον εκ των πολλών λειτουργούντων έκρινε πρέπον να μιμηθή την φιλευσπλαχνίαν του ξένου ιδρύματος. Εν τούτοις υπάρχει εν Θεσσαλονίκη Δήμος με προϋπολογισμόν πολλών εκατομμυρίων. Υπάρχει εφορεία φιλανθρωπικών ιδρυμάτων με έσοδα εκατομμύρια. Υπάρχουν φιλόπτωχοι αδελφότητες ανδρών και κυριών. Υπάρχει ελληνική λέσχη, εμπορικός σύλλογος, εμπορ. επιμελητήριον και πλήθος άλλων φιλανθρωπικών και επαγγελματικών σωματείων, ων ουκ έστι αριθμός. Υπάρχει ακόμη και εκκλησία με θείον κήρυγμα «ελεείτε τους πτωχούς». Πως καμμία από τας κοινωνικάς ταύτας οργανώσεις δεν έλαβε μίαν ημέραν την προς τους 40.000 πενομένους και γυμνητεύοντας Καυκασίους άγουσαν; Και αφού ανελάμβανον την πρωτοβουλίαν ταύτα, ως ελληνικά, ηδύναντο να ζητήσουν και την συνδρομήν έπειτα των ισραηλιτικών λεσχών και σωματείων, τα οποία μετά προθυμίας ήθελον προσέλθει επίκουροι τόσον θεάρεστου έργου. Δεν έχομεν αμφιβολίαν ότι η παράλειψις αύτη δεν ωφείλετο εις απουσίαν φιλογενών και φιλευσπλάχνων αισθημάτων, αλλ’ εις την μαύρην αλήθειαν ότι όλα τα περιμένομεν από τα Κυβερνητικά ταμεία. Αλλ’ η αντίληψις αύτη είναι πολύ εσφαλμένη. Άλλα τα καθήκοντα του Κράτους, και άλλα τα καθήκοντα της φιλαλληλίας. Η κοινωνική πρόνοια δια της φιλοστοργίας της δεν θεραπεύει μόνον τας υλικάς ανάγκας της δυστυχίας, αλλ΄ενισχύει και ενθαρρύνει τας απηλπισμένας ψυχάς, όπως παλαίουν νικηφόρως κατά των στερήσεων. Περισσότερον της ελεημοσύνης επουλώνει την δυστυχίαν και την συμφοράν «η παρηγορία»! Διατί στερούμεν μέχρι σήμερον τους Καυκασίους της παρηγορίας, την οποίαν διδάσκει τόσον αφθόνως η θρησκεία μας ως πρώτον Χριστιανικόν καθήκον; Επαναλαμβάνομεν, ότι μετά λύπης χαράσσομεν τας γραμμάς ταύτας. Ελπίζομεν και είμεθα βέβαιοι, ότι τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της πόλεως θα κινητοποιηθώσιν υπέρ των Καυκασίων, και θ’ αναπληρώσωσι μετά ζήλου όσα παρέλειψαν να πράξουν. Πιστεύομεν, και ευχόμεθα, ότι και η Γεν. Διοίκησις, ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης, η Δημοτική αρχή, και τα φιλάνθρωπα Σωματεία των Κυριών θέλουσι αναλάβει την πρωτοβουλίαν, προς αναπλήρωσιν της μη τιμητικής ταύτης κοινωνικής παραλείψεως. Εν πάση δε περιπτώσει, ο κ. Χαριτάκης και ο κ. Κάκκαβος, ων τα φιλογενή αισθήματα είναι γνωστά ας ηγηθούν μιάς Επιτροπής, η οποία να οργανώση την υπέρ των Καυκασίων ελληνικήν κοινωνικήν πρόνοιαν. Εγγίζουν γαρ και αι εορταί των Χριστουγέννων.