Έκθεσις της εις Ελλάδα αποστολής και των υπέρ των προσφύγων Κρητών ενεργειών του Δόκτορος Χάου ενώπιον της εν Βοστώνη φιλοκρητικής επιτροπής
Κύριοι και Κυρίαι,
Τον παρελθόντα χειμώνα ηκούσατε θρηνώδη κραυγήν απωγνώσεως εκ των προφυλάκων του χριστιανισμού∙ το δ' επιόν έαρ έσπευσα ίνα διανείμω την υμετέραν ελεημοσύνην και ανακουφίσω τους πάσχοντας. Εάν επιθυμήτε να νοήσητε ακιβέστερον το προκείμενον και τα συνεπείας των υμετέρων δωρημάτων, λάβετε την υπομονήν να ακούσητε τα αίτια της οικτράς καταστάσεως της Κρήτης και τα ηθικά άμα και υλικά συμφέροντα τα κινδυνεύοντα εν τω ευγενεί τούτω υπέρ της ελευθερίας αγώνι.
[...]
[σσ. 12-13]
Η κρητική επανάστασις ήρξατο μηνί αυγούστω 1866. Οι Κρήτες, προειδότες ότι έπρεπε να καταφύγωσιν εις τα φυσικά αυτών φρούρια, τα όρη, και γινώσκοντες εκ πείρας ότι οι απάνθρωποι τύραννοί των δεν θα εφείδοντο ούτε του ασθενούς φύλου, ούτε του παλιού γήρατος εξαπέστειλαν όσας ηδύναντο εις την ήπειρον γυναίκας και παιδία. Τα γυναικόπαιδα αφίκοντο εις την αλλοδαπήν χωρίς να έχωσι πόρον ζωής.[...] Η μικρά και πτωχή Ελλάς δεν ηδύνατο να διαθρέψη όλους τους πρόσφυγας. αι λύπαι και τα δεινά των έφθασαν εις τας ακοάς υμών και παραχρήμα συνεστήσατε εράνους. Άμα δε παρελθόντος του χειμώνος έπλευσα εγώ μηνί μαΐω εις την ελυθέραν Ελλάδα. Εν πρώτοις ηθέλησα να ερευνήσω αυτοπροσώπως τον αριθμόν, την κατάστασιν και τας ανάγκας των εις την κυρίως Ελλάδα προσφυγόντων αθλίων. Εκ τούτων 12.000 ήσαν παντέρημοι και διετρέφοντο δια της ελεημοσύνης∙ άλλοι περίπου δισχίλιοι επορίζοντο τον άρτον εργαζόμενοι ιδίαις χερσίν∙ κατέπλεον δε καθ' εκάστην σχεδόν ημέραν πολυαριθμότεροι. Οι πλείστοι ήσαν νήπια τέκνα, οι επίλοιποι ασθενείς γυναίκες και πολιοκράταφοι γέροντες. Έζων εν σκηναίς ή εν άλλοις κτιρίοις, είκοσι, τριάκοντα ή και τεσσαράκοντα εν ενί κοιτώνι, καθήμενοι ή κατακείμενοι επί του εδάφους, άνευ εδρών, άνευ τραπεζών και άνευ κλινών.[...] Άπαντες ήσαν ισχνοί ρυπαροί και ρακένδυτοι∙ αι γυναίκες εφαίνοντο κατηφείς μεν, αλλ' υπονονητικαί∙ τα αθώα κοράσια ήλπιζον αγαθόν τι παρά των ξένων∙ τα άρρενα έπαιζων και εσκίρτων.
[...]
[σσ. 15-16]
Ετροφοδοτούντο υπό της αγγλοελληνικής και τινών άλλων επιτροπών∙ εκάστη πενταμελής οικογένεια ελάμβανε καθ' εβδομάδα δύο τάληρα και ήμισυ, και δι' αυτών ηγόραζε μόνον άρτον και άλας και ολίγα ξύλα δια το μαγειρείον. Απλή και εύκολος θα καθίστατο η εντολή μου, εάν εγώ παρέδιδον τα χρήματα εις τας υπαρχούσας επιτροπάς∙ πολλαί ίσως δυσαρεστήθησαν επειδή δεν έπραξα τούτο. Σπουδαίοι όμως λόγοι έπεισάν με να διενεργήσω ειδικάς διανομάς και δη και υπό την προσωπικήν μου επιτήρησιν. Αι υπάρχουσαι επιτροπαί ηδύναντο εκ των ιδίων χρημάτων να πορίσωσι μεν εις τους πρόσφυγας άρτον επί πολλούς μήνας, ουχί όμως να επαρκέσωσι και εις τας άλλας αυτών ανάγκας∙ περιπλέον εκείναι μεν ώφειλον να βοηθήσωσι μόνον τους πρόσφυγας τους πραγματικώς απολιπόντας την νήσον, εν ω εγώ ουδένα άλλον είχον περιορισμόν ή την ηθικήν υποχρέωσιν να ανακουφίσω τους Κρήτας, οίτινες έπασχον και δεν ηδύναντο να πολεμώσιν.[...] Πολλαχού δεν υπήρχον ενδύματα αποχρώντα ίνα καλύψωσι την γυμνότητα των δυστυχών∙ ταλαίπωροι γέροντες και μητέρες ενόσουν βαρέως και μη έχοντες κατάλυμα διενυκτέρευον εν φάτναις ή εν τω υπαίθρω. Εις τούτους πρώτον τους αθλίους επέστησα την προσοχήν μου και παρέδωκα χρήματα εις αμερικανούς ιεραποστόλους, οίτινες ως άγγελοι του Θεού περιεφέροντο άνω κάτω τρέφοντες τους πεινώντας, ποτίζοντες τους διψώντας, ενδύοντες τους γυμνητεύοντας, επισκεπτόμενοι τους ασθενείς και παρέχοντες κατάλυμα εις τους αστέγους.[...]
Έσπευσα έπειτα να αναχαιτίσω την διατρέφουσαν τα χρηστά ήθη αργίαν και ραθυμίαν πορίζων έργον εις τους μη έχοντας. Τα παρεμβληθέντα μοι προσκόμματα δεν ήσαν ολίγα. Οι κάτοικοι των πόλεων, εις τας οποίας προσέφυγον οι Κρήτες πλην της πρωτευούσης των Αθηνών, ήσαν πένητες και ησχολούντο μόνοι εις το ίδιον έργον. Ξένη εργασία δεν απητείτο. Προς τούτοις και οι πολυαριθμότεροι των Κρητών ανήκον εις την αγροτικήν τάξιν. Γυναίκες τινές εγίνωσκον να νήθωσι και να υφαίνωσιν, αλλ' ουδεμία αυτών και ουδέν εκ των παιδίων να ράπτωσιν ή να πλέκωσιν. Απεστρέφοντο την ιδέαν της οικιακής υπηρεσίας και πολλώ μάλλον του διαχωρισμού των οικογενειών των.
[...]
[σ. 18]
Αλλά πολλαί γυναίκες και πλείονα παιδία δεν εγίνωσκον ούτε να πλέκωσιν, ούτε να ράπτωσι∙ συνεστήσαμεν λοιπόν σχολεία διευθυνόμενα υπό των προειρημένων κυριών, εν τοις οποίοις εδιδάσκοντο διάφορα εργασίας είδη.
[...]
[σ. 24-26]
Μετά μακράν σκέψιν έστρεψα την διάνοιάν μου εις τα νήσους Αίγιναν και Μήλον.[...] Ενταύθα [: στην Αίγινα] συνήλθον 1200 πρόσφυγες, γυναίκες παιδία, ολίγοι γέροντες και τρεις ή τέσσαρες ιερείς. Η θέα των συνεκίνει εις οίκτον. Ελάμβανον παρά της επιτροπής 40 λεπτά της ημέρας, εξ ων άρτον μόνον και άλας ηγόραζον και τινα ξύλα. Πολλοί τούτων ήσαν σχεδόν γυμνοί, πλείστοι ημίγυμνοι, ρυπαροί και ωχροί. Ενασχόλησιν δεν είχον ουδεμίαν∙ εκάθηντο εσταυρωμέναις χερσί στρέφοντες το βλέμμα εις τον αιγιαλόν μήπως ίδωσι πλοίον ή ακούσωσί τινα είδησιν εκ της Κρήτης.[...] Επανελθόντες εις την Αττικήν ελάβομεν διαφόρους επιστολάς ευχαριστηρίους και άλλοθεν και παρά της επιτοπίου εν τη νήσω αρχής... Παρόμοιαι διανομαί εγένοντο εν Αθήναις, εν Άργει, εν Πελοποννήσω∙ κατά την στιγμήν ταύτην πολλαί χιλιάδες παιδίων και γυναικών της Κρήτης φορούσιν ενδύματα παρασκευασθέντα υπό των εν τη Αμερική αδελφών των.
Έκθεσις της τε Αμερικανοελληνικής Επιτροπής και του δόκτορος Σαμουήλ Γ. Χάου περί των ενεργειών αυτών υπέρ των εν Ελλάδι προσφύγων και των εν Κρήτη γυναικοπαίδων μέχρι 1ης Απριλίου 1868, Τύποις Λακωνίας, Εν Αθήναις, 1868, σσ. 1, 12-13, 15-16, 18, 24-26.