Αναφορά σχετικά με τους καταυλισμούς Κουντουριώτη (Αθήνα, 9 Μαΐου 1924)
Αυτοί οι καταυλισμοί βρίσκονται στο Πολύγωνο κοντά στη Σχολή Ευελπίδων, σε μια από τις καλύτερες περιοχές της Αθήνας. Υπάρχουν συνολικά 463 σπίτια, όπου στεγάζονται πάνω από 5.000 πρόσωπα αλλά λόγω του ότι έφτασαν νεόφερτοι και δεν υπήρχε χώρος για να στεγαστούν, προστέθηκαν σκηνές και οι ίδιοι οι πρόσφυγες έχτισαν μερικές ξύλινες παράγκες, όπου πιο μοναχικά απ’ ό,τι στα άλλα οικήματα που στεγάζουν δύο και πολλές φορές τρεις οικογένειες μαζί.
Αυτός είναι ένας από τους πρώτους καταυλισμούς που δημιουργήθηκαν και κάτοικοί του, μερικοί από τους οποίους διαμένουν σ’ αυτόν για πάνω από ένα χρόνο, είχαν στη διάθεσή τους αρκετό χρόνο για να βρουν κάποια εργασία και να γίνουν λίγο-πολύ αυτάρκεις. Δεν είναι ζητιάνοι και δεν ζητούν ελεημοσύνη αλλά δουλειά. Δουλειά! Δουλειά! Αυτή τη λέξη φωνάζουν διαρκώς. Δυστυχώς, όμως, η δουλειά που μπορεί να βρεθεί είναι λίγη ή καθόλου. Δεν τους νοιάζει τι δουλειά θα κάνουν ή πόσο σκληρά θα δουλέψουν αρκεί να κερδίσουν λίγες δραχμές την ημέρα. Γυναίκες, που στην πατρίδα τους δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να φροντίζουν τα παιδιά τους, εργάζονται τώρα στα εργοστάσια 8, 10 και 12 ώρες την ημέρα. Πηγαίνουν για πλύστρες και ξενοδουλεύτρες, βάζουν όλα τα δυνατά τους και δεν βαρυγκωμούν αλλά είναι ευχαριστημένες όταν κερδίζουν αρκετά για να πάνε λίγο φαγητό στα πεινασμένα παιδιά τους και ακόμα, όταν τα καταφέρνουν, βοηθάνε και όσους, όντας άρρωστοι ή ηλικιωμένοι, δεν μπορούν να εργαστούν.
Οι δρόμοι αυτής της λιλιπούτειας πολιτείας είναι πεντακάθαροι και σε μερικούς απ’ αυτούς έχουν φυτευτεί δέντρα. Μπροστά από κάθε σπίτι σχεδόν, υπάρχει ένας μικροσκοπικός κήπος με δύο-τρία λουλούδια καθώς δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα. Το βραδάκι, μετά το μεροκάματο, οι γυναίκες και οι νέες κοπέλες βγάζουν τις καρέκλες τους και κάθονται στο ύπαιθρο συζητώντας, ενώ τα δάχτυλά τους δουλεύουν ασταμάτητα το βελόνι, οι μητέρες για να μπαλώσουν τα ρούχα της οικογένειας και οι κοπέλες για να φτιάξουν κάποια δαντέλα ή κάποιο κέντημα που θα τα πουλήσουν αργότερα σε μάλλον χαμηλές τιμές. Όταν εξοικονομούν λίγο ύφασμα και βρουν λίγο ελεύθερο χρόνο, φτιάχνουν μικρές κουρτίνες για τα παράθυρά τους ή τραπεζομάντηλα για τα τραπέζια τους που είναι φτιαγμένα από ξυλοκιβώτια.
Τίποτα δεν λείπει απ’ αυτό το μέρος. Έχουν δύο μεγάλα πλυσταριά με άφθονο νερό που αερίζονται και φωτίζονται καλά και όπου μπορούν να πλύνουν είκοσι γυναίκες μαζί.
Έχουν το σχολείο τους, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσα να επισκεφτώ, καθώς ήταν πολύ αργά και ο δάσκαλος που είχε τα κλειδιά έλειπε αλλά είδα αρκετά μικρά κοριτσάκια να κάθονται στα σκαλιά των σπιτιών τους με τα βιβλία τους ακουμπισμένα στα γόνατά τους και να μελετούν.
Λίγο παρακάτω είναι η αγορά. Μερικοί από τους άντρες, που ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να βρουν κάποιους που να ενδιαφερθούν αρκετά γι’ αυτούς και να τους δανείσουν μερικά χρήματα, έχτισαν μικρές παράγκες που τις χρησιμοποιούν ως καταστήματα. Μερικά σακιά με ζάχαρη, πατάτες και φασόλια, μερικές κούτες τσιγάρα, όχι βέβαια της καλύτερης ποιότητας, αυτά είναι όλα κι όλα τα εμπορεύματα του παντοπώλη, που, όταν τον ρώτησα πώς πήγαιναν οι δουλειές του, μου απάντησε πως πήγαιναν καλά. Ήλπιζε ότι σύντομα θα ήταν σε θέση να ξεπληρώσει το χρέος του και να μεγαλώσει την επιχείρησή του. Δίπλα του είναι το χασάπικο και το μανάβικο. Υπάρχουν κι ένα καφενείο κι ένα ζαχαροπλαστείο που δεν έχουν πολύ κίνηση εκτός από τις Κυριακές. Ένας τσαγκάρης και ένας μαραγκός έχουν επίσης στήσει εκεί τα εργαστήριά τους. Ωστόσο φαίνεται ότι είναι λιγότερο τυχεροί από τους άλλους αφού τα παπούτσια θεωρούνται μάλλον πολυτέλεια και φοριούνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ενώ όσον αφορά τα έπιπλα, οι πρόσφυγες φτιάχνουν μόνοι τους τα σκαμνιά και τα τραπέζια τους από ξυλοκιβώτια. Οι τελευταίοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά έξω από τον καταυλισμό γιατί στην Αθήνα υπάρχουν πολύ περισσότεροι τσαγκάρηδες και μαραγκοί απ’ ό,τι χρειάζονται.
Εδώ δεν βλέπεις το απελπισμένο ύφος που έχουν οι πρόσφυγες που μένουν στο Εθνικό Θέατρο. Εδώ οι άνθρωποι φαίνονται έτοιμοι για μια νέα ζωή. Ίσως αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι αυτό το μέρος είναι φωτεινό και ηλιόλουστο και όχι σκοτεινό όπως το προηγούμενο.
Επισκέφτηκα μια από τις σκηνές που είναι αρκετά μεγάλη και μένουν σ’ αυτήν ο Ερανό Χουσετιάν, η σύζυγος, οι τρεις κόρες και οι δύο γιοι του. Η σκηνή είναι πεντακάθαρη και το πάτωμά της είναι στρωμένο με ψάθες. Το εσωτερικό είναι γεμάτο με χονδροειδή ντιβάνια φτιαγμένα από στρώματα και σκεπασμένα με κουβέρτες. Έχουν επίσης μερικά σκαμνιά, ένα τραπέζι και μερικά ράφια πάνω στα οποία βλέπεις λίγα φλυτζάνια, ποτήρια και πιάτα πεντακάθαρα και τοποθετημένα με τάξη. Κάποια υφαντά και κεντήματα δίνουν στο μέρος μια σπιτίσια ατμόσφαιρα και υπάρχει ένας αέρας, αν όχι ευθυμίας τουλάχιστον ικανοποίησης. Ο πατέρας, οι δυο γιοί και μια από τις κόρες εργάζονται κι έτσι η οικογένεια τρέφεται καλά και ντύνεται με αξιοπρέπεια. Μια από τις κόρες, μια όμορφη κοπέλα 18 ετών, έφτιαχνε ένα φόρεμα για τη μικρότερη αδερφή της. Τη ρώτησα αν ήταν ευχαριστημένη από την τωρινή ζωή της.
«Ναι», μου απάντησε. «Σε σύγκριση με άλλους είμαστε αρκετά τυχεροί καθώς κανένας από την οικογένειά μας δεν σκοτώθηκε ούτε αιχμαλωτίστηκε κι έτσι μπορούμε να βγάζουμε το ψωμί μας αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω το σπίτι μας με το μεγάλο κήπο του γύρω-γύρω. Ήταν πολύ καλά επιπλωμένο και είχαμε πολλά φορέματα. Είχα ετοιμάσει τα προικιά μου. Δούλευα χρόνια ολόκληρα για να τ’ αποτελειώσω αλλά τώρα κάηκαν όλα».
Ενώ πρόφερε τα τελευταία λόγια τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Η πατρίδα τους βρισκόταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και λίγο πριν από την καταστροφή είχαν πάρει όσα από τα υπάρχοντά τους μπορούσαν και είχαν μεταφερθεί στη Σμύρνη. Δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να φτάσουν όταν ήρθαν οι Τούρκοι κι έτσι υποχρεώθηκαν να τραπούν σε φυγή αφήνοντας τα πίσω τους. Στην πατρίδα τους είχαν στην ιδιοκτησία τους πολλά καταστήματα που τα νοίκιαζαν. Ο πατέρας τους εργαζόταν στη σιδηροδρομική εταιρεία και έπαιρνε υψηλό μισθό. Γενικά ήταν από τις πιο πλούσιες οικογένειες στην πατρίδα τους. Η κοπέλα με ρώτησε αν πίστευα ότι υπήρχε καμία ελπίδα να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία. «Αγαπάμε την Ελλάδα», -λένε όλοι τους –«αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα μέρη που γεννηθήκαμε, τα σπίτια, τα χωράφια μας όπου ήμασταν ευτυχισμένοι τόσα χρόνια. Ο κόσμος εδώ έχει κάνει πολλά για μας αλλά εξαρτιούμαστε λίγο-πολύ από άλλους, ενώ εκεί ήμασταν ανεξάρτητοι».
Κοντά σ’ εκείνη τη σκηνή υπάρχει μια άλλη όπου οι συνθήκες δεν είναι τόσο καλές. Δεν έχει καθόλου έπιπλα και σ’ αυτήν ζει μια ηλικιωμένη γυναίκα 65 περίπου χρονών, η Αικατερίνη Ασλάνογλου, με ένα μικρό τυφλό αγόρι. Με την πρώτη ματιά βλέπεις το απελπισμένο ύφος της γυναίκας και καταλαβαίνεις πόσο σκληρή είναι η ζωή γι’ αυτήν. Έχει και μια κόρη 30 χρονών, που, αντί να τη βοηθάει, της είναι βάρος καθώς είναι άρρωστη και είναι τον περισσότερο καιρό στο νοσοκομείο. Έλειπε όταν πήγα εκεί και η μητέρα δεν μπόρεσε να μου δώσει να καταλάβω από τι ακριβώς έπασχε. Όταν πήγα στη σκηνή της, η γυναίκα ήταν απασχολημένη φτιάχνοντας πλίνθους από λάσπη που τις έβαζε στον ήλιο για να ξεραθούν. Κάνει αυτή τη δουλειά όποτε έχει χρόνο και ελπίζει ότι, πριν έρθει ο χειμώνας, θα μπορέσει να χτίσει μια καλύβα όπου αυτή και τα παιδιά της θα προστατεύονται καλύτερα από το κρύο και τη βροχή απ’ ό,τι στη σκηνή. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που εργάζεται. Ξενοπλένει και κερδίζει περίπου 20 δραχμές την ημέρα αλλά το δυστύχημα είναι ότι δεν μπορεί να βρει δουλειά κάθε ημέρα και μερικές φορές περνάει μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να κερδίσει ούτε μια δεκάρα. Από τους τρόπους και την ομιλία της βλέπεις ότι ήταν συνηθισμένη σε μια διαφορετική ζωή. Κατάγονταν από το Νενί Χισάρ (κοντά στην Καισάρεια) όπου είχαν ένα μεγάλο σπίτι κι εκτός απ’ αυτό κι ένα άλλο στην Κωνσταντινούπολη, που το νοίκιαζαν. Και τώρα αυτή η γυναίκα που είχε δύο σπίτια δικά της προσπαθεί να χτίσει μια καλύβα με πλίνθους και προσβλέπει σ’ αυτήν σαν να ήταν η καλύτερη κατοικία.
Λίγο πιο πέρα από τη σκηνή υπήρχε ένα είδος τρύπας μέσα στα βράχια και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα μια γυναίκα να στέκεται στο άνοιγμά της. Με χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και ρώτησε αν ήθελα να καθήσω για λίγο στο σπίτι της για να πάρω μια ανάσα. Έδειχνε περήφανη για το σπίτι της και πραγματικά όταν μπήκα μέσα διαπίστωσα ότι η υπερηφάνεια της ήταν δικαιολογημένη. Όταν είχαν έρθει στον καταυλισμό μαζί με τον άντρα της ο χειμώνας είχε προχωρήσει, όλα τα σπίτια ήταν πιασμένα, οι λιγοστές σκηνές ήταν κατάμεστες και δεν υπήρχε πουθενά χώρος γι’ αυτούς. Τελικά βρήκαν καταφύγιο σε μια μικρή σπηλιά. Όταν λίγο αργότερα, κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε τρόπος να βρουν κάποιο σπίτι ή εν πάση περιπτώσει κάτι καλύτερο από τη σπηλιά τους, αποφάσισαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να την ομορφύνουν και να την κάνουν πιο άνετη. Άρχισαν να σκάβουν το βράχο και με πολύ κόπο και δουλειά πολλών ημερών αυτό που ήταν προηγουμένως μια τρύπα μεταβλήθηκε σε μια μάλλον ευρύχωρη κατοικία. Το δωμάτιό τους ήταν έτοιμο αλλά γυμνό κι έτσι έπρεπε να στρωθούν στη δουλειά για να το επιπλώσουν. Αμ έπος, αμ έργο! Βρήκαν μερικά κιβώτια από τα οποία έφτιαξαν ένα κρεβάτι, μερικά σκαμνιά κι ένα τραπέζι και τα απαραίτητα για τα φλυτζάνια και τα ποτήρια τους ράφια. Ο σύζυγος έκανε ό,τι μπορούσε για να βρει δουλειά. Η μοναδική δουλειά που του προσφέρθηκε ήταν να σπάζει πέτρες. Έπρεπε να εργάζεται οκτώ και μερικές φορές και δέκα ώρες την ημέρα κάτω από τον καυτό ήλιο και μέσα στο τσουχτερό κρύο αλλά, αν και είναι πάνω από εξήντα χρονών και φυσικά όχι πολύ δυνατός, δεν δίστασε ούτε μια στιγμή να τη δεχτεί γιατί έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτή και στην πείνα. Η σύζυγός του μου είπε ότι αυτή η εργασία είναι μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτόν. Τα βράδια γυρίζει πεθαμένος από την κούραση και φοβάται ότι δεν θα μπορέσει ν’ αντέξει επί πολύ αυτή τη δοκιμασία. Το μεροκάματό του είναι όλο κι όλο 3 δραχμές (Σημείωση: Η δραχμή αντιστοιχούσε με 1 2/3σεντς ενώ αργότερα σταθεροποιήθηκε στα 1 1/3 σεντς) και μ’ αυτά τα χρήματα καταφέρνουν να τρέφονται, να ντύνονται και ν’ αγοράζουν που και που κάποιο πράγμα για το μικρό σπίτι τους. Αγόρασαν μερικές κουβέρτες με τις οποίες σκέπασαν τους τοίχους και το πάτωμα. Έχουν ένα καλό κλινοσκέπασμα στο κρεβάτι τους και όμορφα καλύμματα στα ράφια και το τραπέζι τους. Η γυναίκα θα ήθελε να εργαστεί και να βοηθήσει τον άντρα της αλλά έχει ρευματισμούς και δεν μπορεί. Δεν νομίζω ότι η υγρασία της σπηλιάς θα της κάνει καλό, αν και η ίδια είναι ευχαριστημένη και λέει ότι εφέτος είναι προφυλαγμένη από τη βροχή και το κρύο. Ωστόσο το μέρος δεν φαίνεται να είναι πολύ κατάλληλο για το χειμώνα γιατί είναι αδύνατο ν’ ανοιχτεί κάποιο παράθυρο και υπάρχει μόνο ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως πόρτα.
Ένας από τους αδερφούς αυτής της γυναίκας, ένα όμορφο παλληκάρι, σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Είναι από τα Βουρλά, όπου είχαν ένα σπίτι και πολλά αμπέλια. Ο άντρας της επέβλεπε τις δουλειές και εξήγαν κρασί και σταφίδες. Υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους μέσα στη νύχτα. Δεν μπορεί να ξεχάσει τις τρομερές σκηνές που αντίκρισε στους δρόμους. Ανάμεσα στα άλλα, που διηγείται, λέει ότι το μέρος ήταν γεμάτο με κεφάλια νέων γυναικών που οι στρατιώτες τις είχαν σκοτώσει αφού τις είχαν κακοποιήσει. Τα είχαν τοποθετήσει στους δρόμους με τη σειρά σαν διακοσμητικά στοιχεία. Της ζήτησα να μου πει περισσότερα για τα όσα είχε δει αλλά στάθηκε αδύνατο γιατί έβαλε τα κλάματα και μια γειτόνισσά της μου είπε να μην την πιέσω άλλο γιατί παθαίνει κρίσεις υστερίας όταν θυμάται αυτές τις φριχτές σκηνές.
Μια άλλη γυναίκα μου επιβεβαίωσε τη δήλωση για τα κεφάλια των νέων γυναικών. Μερικές απ’ αυτές, όσες από εκείνες που δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν, ρίχτηκαν στη θάλασσα προτιμώντας να πνιγούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Καμιά τους από 10 ως 30 ή και 40 χρονών δεν γλίτωσε. Οι γυναίκες των Βουρλών ήταν οι πιο όμορφες της Μικράς Ασίας. Οι ντόπιοι ήταν υπερήφανοι γι’ αυτό αλλά ήρθε ο καιρός που η περηφάνια αυτή πληρώθηκε με θάνατο. Οι Τούρκοι έπεσαν πάνω τους, όπως οι μύγες στο μέλι, κι άρχισαν να σκοτώνουν ασταμάτητα, βρίσκοντας μια άγρια ευχαρίστηση στο να εξοντώνουν αυτές τις άπιστες, οι οποίες, παρ’ όλες τις προσπάθειες των Μωαμεθανών, συνέχισαν να επαναστατούν εναντίον τους και ακόμα και όσες μπορούσαν να γλιτώσουν το θάνατο προτιμούσαν να πνιγούν παρά ν’ αρνηθούν την πίστη τους, να οδηγηθούν στα χαρέμια και να γίνουν γυναίκες των δολοφόνων των πατεράδων και των αδερφών τους. Λοιπόν, τόσο το χειρότερο γι’ αυτές. Όσες πιάνονταν υποχρεώνονταν να πληρώσουν για όλες.
Μετά από τη σπηλιά πήγα σ’ ένα από τα μεγάλα σπίτια που τα αποτελούσαν δύο δωμάτια όπου ζούσαν δύο οικογένειες (συνολικά 6 άτομα που ήταν συγγενείς). Το ένα από τα δωμάτια χρησιμεύει ως υπνοδωμάτιο και σαλόνι και το άλλο ως υπνοδωμάτιο και κουζίνα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι από τους πιο τυχερούς πρόσφυγες. Οι άντρες δούλευαν στη σιδηροδρομική εταιρεία της Σμύρνης ως μηχανικοί όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Επί πέντε μήνες μετά την καταστροφή οι Τούρκοι τους κράτησαν χωρίς να τους κάνουν κακό, γιατί χρειάζονταν μηχανικούς για να διορθώσουν τις ατμομηχανές κλπ., που είχαν διαλυθεί. Μόλις οι σιδηρόδρομοι βρέθηκαν ξανά σε καλή κατάσταση, τους άφησαν ελεύθερους και αφού πλήρωσαν τεράστια ποσά πήραν άδεια να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη, κουβαλώντας σ’ ένα-δύο μπόγους τα ρούχα, τα στρώματα και τις κουβέρτες τους. Παράλληλα μπόρεσαν να διασώσουν μερικά από τα χρήματά τους. Τα δωμάτιά τους είναι επιπλωμένα με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί πολυτέλεια σε σύγκριση μ’ εκείνα των υπολοίπων. Έχουν πραγματικά κρεβάτια και καρέκλες, ένα τραπέζι και μια θερμάστρα πετρελαίου. Επίσης έχουν ένα-δυο τούρκικα χαλιά στον τοίχο. Πριν τρεις ημέρες ο πατέρας της μιας και ο αδερφός της άλλης οικογένειας βρήκαν μια καλή δουλειά και είναι ευγνώμονες και αισιόδοξοι. Μέχρι τώρα οι γυναίκες πουλούσαν τα κοσμήματά τους, το ένα μετά το άλλο, για να ζήσουν και αν κρίνουμε από τα λιγοστά δαχτυλίδια και τις καρφίτσες που τους έμειναν, πρέπει να ήταν μάλλον πολύτιμα αντικείμενα. Δύο από τα σπίτια τους στα περίχωρα της Σμύρνης δεν κάηκαν και ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα τους επιτραπεί να επιστρέψουν και να ξαναρχίσουν την παλιά τους ζωή. Σε μια από τις γωνιές, μπροστά από ένα εικονοστάσι είναι αναμμένο ένα καντήλι. Το καντήλι καίει νύχτα-μέρα. «Πρέπει να προσευχόμαστε στο Θεό για την επιστροφή του μεγάλου γιου μας που τον κρατάνε οι Τούρκοι», μου είπαν.
Κάθε οικογένεια, ακόμα και η πιο φτωχή, έχει την εικόνα της. Όσοι μπορούν, έχουν περισσότερες από μια και το καντήλι είναι αδιάκοπα αναμμένο. Όσοι έχουν σωθεί χωρίς απώλειες ευχαριστούν το Θεό γι’ αυτό και εναποθέτουν κάποιες ελπίδες στο μέλλον. Όσοι έχουν ακόμα κάποια μέλη της οικογένειάς τους στα χέρια των Τούρκων προσεύχονται να γυρίσουν σώα. Και όσοι –οι περισσότεροι– έχουν χάσει για πάντα μερικούς από τους αγαπημένους τους, που σκοτώθηκαν, προσεύχονται για την ανάπαυση των ψυχών τους. Η πίστη τους δεν τους εγκαταλείπει ποτέ. Γνώρισα μια γυναίκα που ο άντρας της και οι δυο γιοι της σκοτώθηκαν και η ίδια ζούσε ολομόναχη σε μια παράγκα, χωρίς να έχει ούτε μια καρέκλα να καθήσει. Όμως ποτέ δεν ξεχνάει ν’ ανάψει το καντήλι μπροστά στην εικόνα και δεν διαμαρτύρεται καθόλου. «Ο Θεός μου πήρε ό,τι είχα, άντρα, παιδιά και σπίτι. Αυτό ήταν το θέλημά του. Τώρα το μόνο που ελπίζω είναι ότι θα με καλέσει σύντομα να πάω να τους συναντήσω».
Το τελευταίο σπίτι που επισκέφτηκα δεν ανέδιδε τέτοια απελπισία. Αντίθετα, επρόκειτο για μια από τις περιπτώσεις όπου φαίνεται να υπάρχει κάποια ελπίδα και ανακούφιση κι αυτό γιατί αυτοί οι άνθρωποι είχαν βοηθηθεί στην αρχή και μπόρεσαν ν’ αγοράσουν λίγο νήμα και ν’ αρχίσουν να κάνουν χαλιά. Η μητέρα, η Ουρανία Αρμογά είναι πολύ ηλικιωμένη για να δουλέψει αλλά ο γιος και η κόρη της δουλεύουν σκληρά. Η κόρη φτιάχνει χαλιά και ο γιος της τα πουλάει. Φαίνεται να είναι ευχαριστημένη με τα κέρδη της. Μου έδειξε μερικά όμορφα μικρά χαλιά για καθένα από τα οποία ζητάει 600-700 δραχμές. Της χρειάζονται 15-20 ημέρες για να τελειώσει καθένα απ’ αυτά. Στο ίδιο δωμάτιο έχουν κι ένα μικρό παντοπωλείο και πουλάνε ζάχαρη, καφέ, ρύζι, τσιγάρα και καραμέλες. Είναι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το δωμάτιό τους είναι καθαρό και τακτοποιημένο και κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να το κάνουν να φαίνεται άνετο.
Στη συνέχεια με οδήγησαν στην παράγκα όπου μένει ο Π. Παλασάκης και η σύζυγός του. Είναι μεγάλη όσο περίπου ένα μεγάλο δωμάτιο. Δυο αδερφοί του πήγαν πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόλις βρήκαν δουλειά δεν ξέχασαν τον αδερφό τους εδώ. Του έστειλαν χρήματα με τα οποία μπόρεσε ν’ αγοράσει καδρόνια για να χτίσει την παράγκα του και να την επιπλώσει μ’ ένα κρεβάτι δυο καρέκλες, ένα τραπέζι και ένα μικρό ερμάρι. Η γυναίκα του έραψε τις κουρτίνες και τα καλύμματα και το δωμάτιο φαίνεται πολύ κομψό. Στη Μαινεμένη, απ’ όπου κατάγονται, είχαν αρκετά σπίτια, το ένα από τα οποία δεν κάηκε κι ελπίζουν κι αυτοί ότι κάποια ημέρα θα επιστρέψουν και θα ξαναρχίσουν την παλιά τους ζωή.
Συγκέντρωσα όλες αυτές τις πληροφορίες σε διάφορα σημεία του καταυλισμού, μπαίνοντας στα μικρά σπίτια και μιλώντας στις γυναίκες στη δική τους γλώσσα. Τους έδειξα ότι κατανοούσα τη δυστυχία τους και τη συμμεριζόμουν. Μερικές από τις γυναίκες πίστευαν ότι είχα πάει εκεί για να τους φέρω ειδήσεις από τους αιχμαλώτους. Στεναχωρήθηκαν όταν τους είπα ότι δεν ήμουν σε θέση να τους δώσω κάποια πληροφορία. Μου ζητούν αν μπορώ να τις βοηθήσω να βρουν τι απέγιναν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Δύστυχες ψυχές! Πριν από ένα μήνα έφτασαν οι τελευταίοι αιχμάλωτοι και ανακοινώθηκε ότι δεν έχουν μείνει άλλοι. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να ελπίζουν και να προσμένουν τους συζύγους, γιους, αδελφούς ή αρραβωνιαστικούς τους μέχρι που μια μέρα φτάνει ένας φίλος, ο οποίος φέρνει το σκληρό νέο ότι αυτοί που περιμένουν τόσο ανυπόμονα δεν πρόκειται να γυρίσουν ποτέ, ότι σκοτώθηκαν ή πέθαναν από την πείνα ή την κακομεταχείριση.
Βλέποντας αυτά τα μικρά σπίτια και τις σπηλιές, θυμάται κανείς την ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου με τη διαφορά ότι αντί να εκτυλίσσεται στην ερημιά αυτή η ιστορία διαδραματίζεται στη μέση του πολύβουου και πολιτισμένου κόσμου μας του 20ου αιώνα.
Άφησα τον καταυλισμό γεμάτη θαυμασμό γι’ αυτούς τους γενναίους αγωνιστές της ζωής, οι οποίοι, με ελάχιστη βοήθεια είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν θαύματα.
[…]
Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα. 1922 το έπος της εγκατάστασης, μετάφραση Ιωσήφ Κασσεσιάν, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1994, σ. 98-111.