Το ξερίζωμα από την Πατρίδα
[…]
Όταν το φθινόπωρο του 1922, μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν και την υπογραφείσαν ανταλλαγή του Πληθυσμού Χριστιανών και Τούρκων, υποχρεωθήκαμε να αφήσουμε τα πάντα και να εγκαταλείψουμε την γήν των Πατέρων μας, την αλησμόνητη περιοχή Μάκρης και Λιβισίου Μικράς Ασίας, της Αρχαίας Λυκίας. Από τα υπάρχοντά του δεν μπόρεσε να φέρει ο ξεριζωμένος έτσι άξαφνα, προσφυγικός κόσμος τίποτε, που θα τους βοηθούσε στη μετέπειτα ζωή προς το άγνωστο, εκτός από το ρουχισμό, γιατί πριν από την επιβίβασή τους από την παραλία σε βάρκες και καΐκια γινόταν αυστηρός έλεγχος από τους Τούρκους με μαγνήτες και εληστεύοντο κυριολεκτικά. Οι γυναίκες σε μια τέτοια απελπιστική κατάσταση και με την άγνοια για τους δικούς τους, τους συζύγους, τους αδελφούς και τα παιδιά που ήταν εξορία και δεν ήξεραν αν θα τους ξαναδούν, μπαρκάρησαν με κάθε πλωτό μέσο για διάφορα μέρη της Ελλάδας. Άλλοι αποβιβάστηκαν στη Ρόδο, στο Καστελόριζο, στην Τζιά, Ιτέα, Γαλαξίδι, Πειραιά. […]
Η εγκατάσταση μας στην Ξυλοκέριζα
Την αρχική υπόδειξη για την εγκατάστασή μας εδώ έκανε ο Μιλτιάδης Καλαφάτης, αδελφός του Διονυσίου Παπακαλαφάτη, και ο Βασίλειος Πάνου εις τον Πανελλήνιον Μικρασιατικόν Σύλλογον. Ο Πάνου εγνώριζε την Ξυλοκέριζα, διότι ηργάζετο εις το κτήμα του Βενετσιάνου ως γεωπόνος, στο σημερινό του Κωνσταντινίδη, που είναι πριν από το Κάτω Σούλι του Μαραθώνος. Για την εγκατάστασή μας εδώ στην Ξυλοκέριζα, συνετέλεσε πολύ και ο Πανλύκιος Σύλλογος. […] Αμέσως ο Πανλύκιος Σύλλογος άρχισε τις ενέργειες δια την απαλλοτρίωση της περιοχής από την Μονή Πεντέλης και την συμπλήρωση του καταλόγου των οικογενειών δια την αποκατάστασίν μας στην Ξυλοκέριζα Αγίου Κωνσταντίνου. Η μεταφορά των οικογενειών των συμπατριωτών μας των εγγεγραμμένων στους καταλόγους, μετά την απαλλοτρίωση, άρχισε αρχάς Νοεμβρίου του 1923. Για την μεταφορά των οικογενειών εφρόντισαν εκτός του Συλλόγου και Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού πατριώτες μας, με στρατιωτικά αυτοκίνητα καθώς και σκηνές στρατιωτικές για να στεγασθούν οι οικογένειες στον ερχόμενο χειμώνα. Οι οικογένειες εγκαταστάθηκαν προσωρινώς, ώσπου να κτισθούν τα πλινθόκτιστα σπίτια του συνοικισμού και να μπούμε μέσα, σε μερικά ετοιμόρροπα κελιά του μοναστηριού στο Μετόχι, άλλοι σε μια αποθήκη κοντά στην Ανατολή, στη Χάνα, στο παλιό Λιοτρίβι, σε ερειπωμένες αποθήκες, στα Παλιάμπελα σε μια αποθήκη του αγίου Κωνσταντίνου μέσα στη μικρή τότε εκκλησούλα στον άγιο Κωνσταντίνο και οι υπόλοιπες οικογένειες στις στρατιωτικές σκηνές γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνον. […]
Πως έγινε η στέγαση
Από την άνοιξη του 1924 και μετά τον καθορισμό από τους μηχανικούς του Εποικισμού του χώρου που θα χτίζουνταν τα σπίτια του συνοικισμού, ανοίχτηκαν πρώτα 4 πηγάδια για να βρεθεί το απαραίτητο νερό, να κοπούν οι πλιθιές με λάσπη και λίγο άχυρο, για να κτισθούν τα σπίτια. Το χτίσιμο άρχισε από την άνοιξη του 1924 και συνεχίστηκε μέχρι του 1927. Το κάθε αγροτικό σπιτάκι σε έκταση 500 τετρ. μέτρων μαζί με το κήπο απετελείτο από ένα υπνοδωμάτιο, διάδρομο, κουζίνα και σταύλο, σκεπασμένο με ξυλεία και κεραμίδια χωρίς παραθυρόφυλλα, ταβάνια, πατώματα, τα οποία συμπληρώσαμε μόνοι μας με ξυλεία που μας παρεχώρησε ο Εποικισμός. Την επίβλεψη και εργασία για την οικοδόμηση του συνοικισμού έκαμε ο υπάλληλος εποικισμού Κωνστ. Αζάς. […] Μόλις το κάθε σπίτι χτιζόταν στα οικόπεδα που είχαν διανεμηθή με κλήρο, μετακομίζονταν οι κληρούχοι αμέσως μέσα. Μετά την εγκατάστασή μας στον συνοικισμό παρουσιάστηκε και έλλειψη πόσιμου νερού, γιατί το νερό των πηγαδιών ήτανε ακατάλληλο για πιόσιμο. Γι’αυτό φροντίσαμε και κατεβάσαμε το νερό του Μετοχιού με προσωπική εργασία και με πήλινους σωλήνες μέχρι τη σημερινή πλατεία.[…]
Η προσωρινή διανομή του δάσους
Επειδή η υπηρεσία Εποικισμού λόγω φόρτου εργασίας δεν είχε μηχανικούς να μας κάνει διανομή, γι’ αυτό μόνοι μας, με δικό μας συνεργείο, κάναμε προσωρινή διανομή από 16 στρέμματα περίπου για κάθε οικογένεια, ακριβώς επί του δημοσίου δρόμου Μαραθώνα, για να αρχίσουμε να ξεχερσώνουμε το δάσος. Επίσης εκάναμε διανομή των ελαιοδένδρων και τα χωράφια τα οποία ήσαν τα μόνα καλλιεργήσιμα, από 5-7 στρέμματα κατά οικογένεια. Μετά τη διανομή του δάσους άρχισε ο μεγάλος αγώνας του ξεχερσώματος, να ανοίξουμε χωράφια, να καλλιεργήσουμε με εργαλεία που, όπως μπορέσαμε, αγοράσαμε μόνοι μας. Όλοι οι άνδρες κόβαμε τα κλαριά και τα ξύλα και βγάλαμε τα κούτσουρα από τη γη με τις κουτσουρότσαπες. Οι γυναίκες και τα κορίτσια καίγανε τα κλαργιά, τα δε κουτσούρια και ξύλα κάναμε ξυλοκάρβουνο, τα οποία πουλούσαμε στους εμπόρους. Αυτός ήταν ο πρώτος πόρος ζωής για την συντήρησή μας. […] Το δράμα των συμπατριωτών μας αυτών, που μοχθούσαν έτσι εξαντλητικά σε τόσο βαριές και ασυνήθιστες γι’ αυτούς εργασίες, με ούτε τα στοιχειώδη μέσα ζωής και διατροφής ήταν φοβερό, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήσαν νοικοκυραίοι επαγγελματίες και έμποροι, οι οποίοι ίσως για πρώτη φορά έπιαναν τσάπα στα χέρια τους. Εκτός από αυτόν τον απερίγραπτο αγώνα του ξεχερσώματος και τα διάφορα επεισόδια με απειλητικούς και επιθετικούς γείτονες, που ευτυχώς δεν συνεχίστηκαν, και τη στερημένη μας ζωή στα τσατήρια και τα χαμόσπιτα, είχαμε και την μάστιγα της ελονοσίας. Πολλοί λέγανε ότι δεν θα αντέξουμε και θα πεθάνουμε εδώ κοντά στους βάλτους από το κουνούπι. Και πράγματι σε λίγο άρχισε να μας θερίζει η ελονοσία, κυρίως γέρους και μερικά παιδιά που δεν αντέξανε και πέθαναν, χωρίς μέσα περιθάλψεως και χωρίς γιατρό. Ακριβώς αυτή τη στερημένη και άθλια αγροτική ζωή δεν την άντεξαν αρκετοί· περίπου 12 οικογένειες κληρούχοι εγκατέλειψαν ή επούλησαν τον κλήρο τους για ελάχιστα χρήματα και έφυγαν για την Αθήνα και τον Πειραιά για να ζήσουν.
[…]