[...]
Ποτισμένος ξαφνικά από το πνεύμα της προσφυγιάς, πρόσφυγας ο ίδιος, ξεριζωμένος, απογοητευμένος και χολωμένος σαν τους άλλους, ο Δαμιανός, κατάλαβε μια μέρα πως τίποτα δεν τον συνέδεε πια με τα περασμένα του. Κ’ ίσια ίσια τότε, στην αρχή της προσφυγικής ζωής του, τον στεναχωρούσε και να τα συλλογίζεται ακόμα αυτά τα περασμένα και προτιμούσε να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Καθετί που σχετιζότανε με τη ζωή και με τα ιδανικά της εφηβικής ηλικίας του τού προξενούσε μιαν αυθόρμητη απέχθεια, ένα είδος ψυχικού κορεσμού, που δεν μπορούσε να τον κατανικήσει. Έτσι άδειος καθώς ήτανε από πεποιθήσεις και ιδανικά, δεν του έμενε πια άλλο τίποτα, για να ξεσηκώσει τις νεανικές ορμές του, παρά το παλιό του πάθος της γνώσης, που ποτές δεν τον είχε αφήσει, και το πάθος αυτό αποκτούσε τώρα μια ένταση, που δεν την είχε πριν, γινότανε αληθινός εφιάλτης, που τυραννούσε ακατάπαυστα το ανερμάτιστο πνεύμα του: να βγει απ’ αυτό το διανοητικό χάος, όπου τον είχε ρίξει ο ξεριζωμός του, να γλιτώσει απ’ αυτόν τον ίλιγγο του κενού, να πιστέψει πάλι σε κάτι – κάτι άλλο! Έρημος, βλοσυρός και σιωπηλός, σα χαμένο αγρίμι, πλανιότανε ο Δαμιανός Φραντζής μες στην ξεχαρβαλωμένη και σαπισμένη πρωτεύουσα, στις ακρογιαλιές του Φαλήρου, στους διαδρόμους του Πανεπιστημίου, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ρουφούσε αχόρταγα τα πιο βαριά και δυσκολοχώνευτα κιτάπια που του έπεφταν στα χέρια, χοντρά, σκονισμένα συγγράμματα φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ιστορίας, βασάνιζε συνεχώς μες στο μυαλό του τις καινούργιες γνώσεις του, πάλευε αλύγιστος με την ασυναρτησία και τη σύγχυση της σκέψης του, πασχίζοντας να συλλάβει κάτι σίγουρο και ατράνταχτο, που να αντικαταστήσει τους γκρεμισμένους βωμούς των βυζαντινών γενεών.
- Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!...
Παρατηρούσε όμως και τη ζωή τριγύρω του με άγρυπνο μάτι, τη ζωή που κυλούσε θεότρελη μες σ’ ένα πανδαιμόνιο, που ποτέ δεν το είχε ξαναδεί η «μικρή και κοκέτα» επαρχιώτικη πρωτεύουσα των παλιών Αθηναίων αστών. Μερικοί αξιωματικοί της νικημένης στρατιάς, οι μόνοι που κατόρθωσαν να σώσουν τα όπλα τους και τα συντάγματά τους μες στην Καταστροφή, είχανε καταλύσει τα καθεστώτα και κυβερνούσαν την Ελλάδα, σαν απόλυτοι κυρίαρχοι, από μέσα από τα θωρακισμένα αυτοκίνητα. Ήταν άνθρωποι απλοί τίμιοι και αλύγιστοι, που αγωνιζόντανε νύχτα-μέρα να σώσουνε την πατρίδα τους, με όλα τα μέσα – με τουφεκισμούς, με δημεύσεις, με πολεμική σκληρότητα. Οι μυριάδες των προσφύγων, μισόγυμνοι και πειναλέοι, στοιβαζόντανε όπου υπήρχε μια στέγη διαθέσιμη, στα παλάτια των εξόριστων βασιλιάδων, στα προαύλια των εκκλησιών, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα δημόσια κτίρια, στα μισόχτιστα σπίτια. Γυναίκες γεννούσανε, άρρωστοι βογκούσανε και ξεψυχούσανε απάνω στα πεζοδρόμια των πιο κεντρικών δρόμων, μες σε μια ακαθαρσία απερίγραπτη. Η Αθήνα βρωμούσε ολούθε την αρρώστια, την πείνα, τη φανταρίλα, το μπαρούτι. Ο λαός τα είχε χάσει, δεν ήξερε πια τι του γινότανε και πάλευε, ορμέμφυτα, μονάχα για ψωμί και για νερό. Νερό να πιει. Για πλύσιμο ούτε λόγος γινότανε. Μες στο παραζαλισμένο πλήθος διαβαίνανε πότε πότε κάτι άνθρωποι σα φαντάσματα, ντυμένοι με κουρελιασμένες στολές χακί, λιγνοί πετσί και κόκαλο, καμπουριασμένοι, με τα χέρια κρεμασμένα και άβουλα σαν ξύλινα, με τα μάτια γουρλωμένα, αμίλητοι, ανέκφραστοι, αποβλακωμένοι. Ήταν οι αιχμάλωτοι, που γυρνούσαν από τη Μικρασία και πήγαιναν στην τύχη, χωρίς σκοπό, ζητώντας με μουγκρητά ψωμί και νερό. Μονάχα ψωμί και νερό.
Άλλο τίποτα δεν ήξεραν, μήτε τα ονόματά τους καλά καλά δε θυμόντανε. Το πλήθος τραβιότανε στο διάβα τους αγριεμένο. Δεν τολμούσε να αναγνωρίσει σ’ αυτά τα ανθρώπινα συντρίμμια τους νικηφόρους πολεμιστές των “δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών...”. Μα προς τι, προς τι όλα αυτά;
- Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!.
[...]
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, τ. Α΄, Αθήνα, σ. 205-208.