[σσ. 22-24]
«Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος, με ανακάλεσαν στην ενέργεια, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. το 1916 προβιβάστηκα. Πολέμησα τίμια στην Ανατολική Πρωσία και τη Γαλικία. Τίμια κι απελπισμένα, γιατί έβλεπα τη μπόρα να 'ρχεται. Ήρθε και με σάρωσε. Οι φαντάροι μου με χτύπησαν, μου ξήλωσαν τις επωμίδες, μ' έδιωξαν... Προσπάθησα να πάω στα χτήματά μου, να βρω την κόρη μου. Δεν μπόρεσα, οι δρόμοι ήσαν κλεισμένοι. Αναγκάσθηκα να κατεβώ στην Ουκρανία, όπου έσμιξα με το στρατό του Βράγκελ. Πολέμησα με λύσσα τους μπολσεβίκους, μαζί με τους Έλληνες και τους Γάλλους. Μα όλα πήγαν χαμένα. Μπάρκαρα στο τελευταίο εγγλέζικο πολεμικό που σάλπαρε απ' την Οδησσό και ξεμπάρκαρα στην Πόλη. Κατόπι ήρθα στην Αθήνα».
«Κι η κόρη σας;» ρώτησε ο κ. Διευθυντής.
«Την έχασα. Δεν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε...»
Σιωπή καταθλιπτική. Οι κακές θύμησες φτερουγίζουν στην ισκιερή κάμαρα.
«Πώς μπορέσατε να διορισθείτε στο Σχολή;» ρωτάει ο κ. Διευθυντής.
«Φτάνοντας στην Ελλάδα έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο να βγάλω το ψωμί μου. Τί δουλειά μπορεί να κάνει, σε ξένο τόπο, ένας στρατιωτικός; Σκέφθηκα πως οι γεωπονικές μου γνώσεις, μολονότι πραχτικές, ίσως μου φαίνονταν χρήσιμες. Πήγα λοιπόν στο Υπουργείο Γεωργίας και παρακάλεσα να με διορίσουν οπουδήποτε. Ομολογώ πως μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά∙ αλλά, όπως ξέρετε, το Σύνταγμά σας είναι αυστηρό: "Μόνον Έλληνες είναι δεκτοί εις δημοσίας θέσεις". Κατέβαινα απελπισμένος τις σκάλες του Υπουργείου∙ όταν ακούω να μου μιλούν γαλλικά: "C' est vous, Liapkine? Quelle surprise!" Γυρνώ, και αναγνωρίζω τον παλιό μου φίλο, τον Τριανταφυλλίδη...»
«Ο Τριανταφυλλίδης είναι φίλος σας;» ρωτάει ξαφνιασμένος ο κ. Διευθυντής.
«Τον είχα γνωρίσει στο Βισύ, το 1912, όπου είχα πάει για το συκώτι μου. Κάναμε πολλή παρέα. Μου είχε πει, τότε, πως ήταν δικηγόρος και πολιτευόμενος».
«Τώρα είναι υπουργός Γεωργίας...»
«Πού θέλατε να το φαντασθώ, αγαπητέ μου; Όπως καταλαβαίνετε, ύστερ' απ' αυτό τα πάντα διορθώθηκαν. Ο Τριανταφυλλίδης με πήρε στο γραφείο του, χτύπησε μερικά κουδούνια και πρόσταξε τους αρμοδίους Διευθυντές, που πρόστρεξαν ολοταχώς, να ξεχάσουν Σύνταγμα και Νόμους και να μου βρουν αμέσως μια καλή θέση με έναν καλό μισθό. Έτσι διορίστηκα Επιστάτης του Σταθμού Επιβητόρων Ίππων της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Λαρίσης. Ομολογώ πως ούτε όταν ήμουν στις πιο μεγάλες μου δόξες, δεν είχα τόσο μακρύ τίτλο!»
Γέλασαν καλόκαρδα∙ κι ο Λιάπκιν είπε:
«Είναι σκληρό να ξαναρχίζεις τη ζωή σου στα πενήντα...»
Ο κ. Διευθυντής του 'δωσε κουράγιο:
«Εδώ θα ξεκουραστείτε, θα γαληνέψετε. Η δουλειά είναι εύκολη κι ευχάριστη. Θα φροντίσω να σας δοθεί μια καλή κι ευρύχωρη κάμαρα. Η γυναίκα μου κι εγώ θα θεωρήσουμε τιμή τη φιλία σας. Οι συνάδελφοί σας θα σας δεχτούν με πολλή συμπάθεια...»
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε ο Λιάπκιν με συγκίνηση. «Πραγματικά, δε βρίσκω λόγια...»
«Λυπάμαι», συνέχισε ο κ. Διευθυντής, «που η θέση δεν είναι ανάλογη με τα προσόντα σας. Αλλά, με τον καιρό, θα διορθωθεί κι αυτό...»
Ο Λιάπκιν χαμογέλασε:
«Το βασικό είναι να ζει κανείς. Τ' άλλα είναι φιλολογία...»
[...]
[σσ. 174-176]
Την άνοιξη ήρθαν στη Λάρισα μερικοί Ρώσοι πρόσφυγες. Ήσαν όλοι τους ευγενείς και αστοί, που δεν μπόρεσαν να εγκλιματισθούν στις περιστάσεις της νέας τους ζωής, δηλαδή στην ανάγκη να δουλέψουν για να ζήσουν. Δέκα χρόνια τριγύρισαν εδώ κι εκεί την άτυχη βιοτική τους προσπάθεια, δίχως να κατορθώσουν ν' αποχτήσουν μιαν εσωτερική πειθαρχία. Αλήτευαν από πολιτεία σε χωριό δουλεύοντας λίγο, πίνοντας πολύ και συζητώντας άρρητ' αθέμιτα, λόγια του αέρα. Η φτώχεια κι η βιοπάλη ξύπνησε στις άτολμες μικροαστικές ψυχές τους όλα τα αναρχικά ένστιχτα της ρωσικής φυλής. Έγιναν αλήτες γιατί, εξόν απ' τον άκοπα κερδισμένο πλούτο, μονάχα σε τούτη την ανεύθυνη ζωή έβρισκαν κάποιαν ευχαρίστηση. Στη Λάρισα έπιασαν κάτι δουλειές του ποδαριού και φυτοζωούσαν. Εξάλλου ο Λιάπκιν, μόλις τους ανακάλυπτε, τους περιμάζευε και τους φρόντιζε στοργικά. Δε δυσκολεύτηκε να τους βρει πιο συστάμενες δουλειές γιατί οι Λαρισινοί, γνωρίζοντας τη μοναδική του εργατικότητα, νόμιζαν πως όλοι οι Ρώσοι ήσαν σαν κι αυτόν. Δεν άργησαν να καταλάβουν την πλάνη τους...
Απ' τους νεοφερμένους πιο συμπαθητικοί ήσαν τέσσερες, που ο Λιάπκιν τους έκανε τακτική του παρέα: ο Αντρέι Πάβλοβιτς Ιζλετσένιεφ, ο Αρνταλιόν Αντρέγιεβιτς Καρζίμιν, ο Ιγκνάτι Κούσμιτς Ιγκόλκοφ κι ο Μπαρίς Αλεξάντροβιτς Γκβοστίκιν.
Ο Ιζλετσένιεφ ήταν σαραντάρης περίπου, κακομούτσουνος, φαλακρός σα γουλί κι αρκετά κουτός. Πριν την επανάσταση ήταν βιβλιοπώλης στη Μόσχα και κέρδιζε αρκετά. Είχε παντρευτεί από συφέρο μια ξαδέρφη του, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, αντρογυναίκα άσκημη κι αυταρχική, που την λέγαν Σόνια. Παντρεμένος ήταν κι ο μόνιμος λοχαγός του πυροβολικού Καρζίμιν. Σε μια μικρή πόλη της Πολωνίας, που υπηρετούσε στον πόλεμο, ερωτεύθηκε μια δεκαεξάχρονη και πεντάμορφη Πολωνέζα, την Αγνή Μπαρτέκοβα. Παντρεύτηκαν∙ και παρ' όλη την κατάντια της προσφυγιάς αγαπιόντανε σαν περιστεράκια∙ γιατί κι ο Καρζίμιν ήταν ομορφάντρας και πολύ δεξιοτέχνης στις σχέσεις του με τις γυναίκες.
Ο Ιγκόλκοφ ήταν ο τύπος του Ρώσου προπολεμικού φοιτητή, που σπούδαζε αιώνια, δίχως να παίρνει δίπλωμα ποτέ. Αυτοεξορίστηκε κι αυτός, μολονότι κανέναν κίντυνο δε διέτρεχε από τους μπολσεβίκους, ούτε η ζωή του στη Ρωσία θα ήταν υλικά χειρότερη από εκείνη που έκανε στην εξορία. Μα κάτι τέτοια δεν τα ξέταζε. Όντας σοσιαλιστής μισούσε τους κομμουνιστές, κι ήθελε να διατηρήσει το δικαίωμα να μιλάει λέφτερα. Τέλος ο Γκβοστίκιν ήταν ένας εικοσάχρονος ασθενικός νέος, που έφυγε απ' τη Ρωσία παιδί ακόμα, μαζί με τον πατέρα του, έναν ευγενή μικροχτηματία. Ο γέρος πέθανε στην Αθήνα, ύστερ' από λίγον καιρό κι ο νεαρός Μπαρίς έμεινε μόνος στον κόσμο. Η ανάγκη τον έκανε να διακόψει τις σπουδές του στο Ωδείο, και να παίζει βιολί στις επαρχιακές ταβέρνες, για να βγάλει το ψωμί του. Όσες ώρες ήταν λέφτερος μελετούσε μουσική με πάθος, γιατί ήθελε ν' αναδειχθεί.
Μ. Καραγάτσης, Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Το Βήμα βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011 [α΄ έκδοση 1933], σσ. 22-24, 174-176.