[σσ. 43-45]
Η πρώτη φάση της αγροτικής εγκατάστασης είναι η συγκέντρωση ενός αριθμού οικογενειών με σκοπό την αναζήτηση κατάλληλης περιοχής. Λόγω του επείγοντος αλλά και του μεγέθους του εγχειρήματος, οι Υπηρεσίες μας δεν μπορούσαν πάντοτε να κατευθύνουν τους πρόσφυγες στις κατάλληλες περιοχές με βάση κάποιο γενικό και συμφωνημένο σχέδιο. Για το λόγο αυτό ήταν ευπρόσδεκτη η συνεργασία με εκπροσώπους των προσφυγικών ομάδων, ώστε να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες που προέρχονταν από τον ίδιο τον προς εγκατάσταση πληθυσμό. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εκπρόσωποι των προσφύγων έκαναν περιοδεία σε διάφορες περιοχές με έξοδα της Επιτροπής, μέχρι να ανακαλύψουν αυτό που ταίριαζε στην ομάδα τους.
[…]
Σε άλλες περιπτώσεις, οι ενδιαφερόμενοι συναντούσαν ανταγωνιστές είτε μεταξύ των προσφύγων είτε από τον ντόπιο πληθυσμό, με αποτέλεσμα να ξεσπούν σοβαρές διενέξεις. Η επικράτηση της μια ή της άλλης πλευράς εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες όπως το γενικό ή το προσωπικό συμφέρον καθώς και οι πολιτικές ή άλλες παρεμβάσεις που εμπόδιζαν το έργο της Επιτροπής και του Υπουργείου.
[…]
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι πρόσφυγες έφθασαν στην Ελλάδα ανακατεμένοι και διασκορπίσθηκαν σε όλη την επικράτεια χωρίς καμία ομοιογένεια. Κατά τη διαδικασία της εγκατάστασης καταβλήθηκε προσπάθεια, ώστε οι ομάδες να φτιαχτούν από ανθρώπους της ίδιας προέλευσης. Μόνο λίγες κοινότητες κατάφεραν να αποκτήσουν ομοιογένεια και να επανασυσταθούν όπως στις χαμένες τους πατρίδες. Έτσι οι περισσότερες εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν πρόσφυγες διαφορετικής προέλευσης. Έτσι βέβαια επιτυγχάνεται η επιθυμητή διάχυση του πληθυσμού, χωρίς όμως να αποφεύγονται και οι μεταξύ τους συγκρούσεις και αντιπαλότητες.
---
[σσ. 52-53]
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι, πέρα από τις δυσχέρειες που συνάντησε η διαίρεση της γης μεταξύ των προσφύγων, δημιουργήθηκαν επίσης δυσχέρειες στη διαίρεση της γης μεταξύ προσφύγων και αυτοχθόνων αγροτών. Οι αυτόχθονες έχουν πρώτοι παραλάβει τις διανομές τους και είναι φυσικό να κατέχουν τα ευφορότερα κομμάτια γης. Παράλληλα οι πρώην ακτήμονες και σήμερα ιδιοκτήτες γης βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση και τόσο από πλευράς οργάνωσης όσο και από πλευράς συνθηκών εγκατάστασης, ενώ πολλοί πρόσφυγες αναγκάζονται να καλλιεργήσουν, με τα πτωχά μέσα που τους διατέθηκαν, χέρσες και άγονες εκτάσεις. Η γη των αυτοχθόνων δεν είναι μόνο καλύτερη, αλλά και περισσότερη. Στη Θεσσαλία ο ακτήμονας παραλαμβάνει έκταση από 80 έως 120 στρέμματα, ενώ ο πρόσφυγας παραλαμβάνει κατά μέσο όρο 70 στρέμματα. Στη Μακεδονία η διαφορά είναι ακόμα μεγαλύτερη. Υπάρχουν αγρότες με κτήματα μέχρι και 200 στρεμμάτων, ενώ οι πρόσφυγες έχουν μόνο 50 στρέμματα. Είναι αλήθεια ότι το μοίρασμα της γης δεν είναι οριστικό ούτε για τους πρόσφυγες ούτε και για τους αυτόχθονες αγρότες. Σε κάθε περιφέρεια λειτουργεί ειδική επιτροπή με επικεφαλής δικαστικό και στην οποία μετέχουν δύο γεωπόνοι, από τους οποίους ο ένας είναι ο προϊστάμενος του γραφείου Εποικισμού. Η Επιτροπή έχει ως έργο να εξετάζει τις διαφορές μεταξύ των πρώην ιδιοκτητών της γης και των προς αποκατάσταση ακτημόνων καθώς και των προσφύγων, που εγκαθίστανται στις απαλλοτριωμένες εκτάσεις. Επίσης καταβάλλεται προσπάθεια να απαλειφθούν, όσο το δυνατόν, οι αδικίες που έγιναν κατά την πρώτη διανομή. Οι περιπτώσεις που πρέπει να εξαιρεθούν είναι αναρίθμητες και δυστυχώς οι επιτροπές δεν προχωρούν με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς. Θα περάσει πολύς καιρός, μέχρις ότου ολοκληρώσουν το έργο τους. Επιπρόσθετα πολλοί από τους νεοεγκατεστημένους δε σέβονται ιδιαίτερα τα έστω και προσωρινά σύνορα και καταπατούν την ιδιοκτησία των γειτόνων τους. Αυτό οδηγεί σε σοβαρότατες συγκρούσεις. Πάντως δεν αποκλείονται και οι περιπτώσεις όπου οι εγκατεστημένοι πρόσφυγες βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τους ντόπιους αγρότες. Σε περιοχές όπου έχει γίνει από παλιά αναδασμός ή οι ιδιοκτησίες είναι πολύ μικρές, οι πρόσφυγες που παρέλαβαν κτήματα ανταλλαξίμων με οπωρώνες, ελαιώνες ή αμπέλια, έχουν πολύ περισσότερα μέσα, να ζήσουν την οικογένειά τους από πολλούς αυτόχθονες, οι οποίοι αναγκάζονται να γίνουν ακόμη και εργάτες για να τα βγάλουν πέρα. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η συμβίωση των αυτοχθόνων και των προσφύγων συναντά πολλά εμπόδια. Βεβαίως παρατηρείται μία ιδιαίτερα γρήγορη προσαρμογή των δύο στοιχείων στις νέες συνθήκες ζωής, που ομολογουμένως δεν ήταν αναμενόμενη.
---
[σσ. 79-80]
Μία από τις πρωταρχικές απαιτήσεις ενός σχεδίου εποικισμού είναι η καλή φυσική κατάσταση των εποικιστών. Αντίθετα, ο εσωτερικός εποικισμός της Ελλάδας από τους πρόσφυγες αφορούσε σε πληθυσμό ταλαιπωρημένο, υποσιτισμένο και απογοητευμένο, ενώ σε μεγάλο ποσοστό απαρτιζόταν από ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά. Αυτό δεν ήταν το μόνο αρνητικό στοιχείο. Ο εποικισμός έπρεπε να γίνει, σε μεγάλο ποσοστό, σε περιοχές που μαστίζονταν από την ελονοσία.[…] Στη Μακεδονία όμως η ελονοσία υπάρχει παντού, σ’ όλες τις πεδινές περιοχές γύρω από τα μεγάλα ποτάμια καθώς και στις λίμνες με τα εκτεταμένα έλη, όπου πάνω από τα κίτρινα νερά τους πετούν πυκνά σμήνη κουνουπιών. Το μεγαλύτερο ποσοστό της γης που διατέθηκε, ήταν στη Μακεδονία. Εκεί απορροφήθηκαν τα 4/5 του αγροτικού πληθυσμού καθώς και μεγάλος αριθμός αστών προσφύγων. Οι πρώτες συνέπειες ήταν τραγικές. Το δεύτερο 15θήμερο του Οκτωβρίου 1923, σε σύνολο 14.000 ατόμων που ζούσαν σε προσωρινούς καταυλισμούς κοντά στη Θεσσαλονίκη, αναφέρθηκαν 5.207 κρούσματα ελονοσίας, από τα οποία 320 υπήρξαν θανατηφόρα. Μετά από διαμονή 2 έως 3 μηνών στους καταυλισμούς αυτούς, οι άνθρωποι γίνονται κατακίτρινοι με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Στην ύπαιθρο η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 1923, η θνησιμότητα ανάμεσα στους ασθενείς πρόσφυγες έφθασε στο 45%. Το 70% των θανάτων οφειλόταν στην ελονοσία, το 25% στον τυφοειδή, παρατυφοειδή πυρετό και τη δυσεντερία και το 5% σε διάφορες άλλες αιτίες. Σε πολλές περιπτώσεις, πριν καλά καλά ξεκινήσει το χτίσιμο των σπιτιών και γίνουν τα εγκαίνια του νέου χωριού, υπήρχε η ανάγκη για την κατασκευή νεκροταφείου, που σε λίγο ήταν ανεπαρκές. Τον Ιανουάριο του 1924 στη Μηχανιώνα, μερικά μόλις χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, το 1/10 των παιδιών είχε πεθάνει, ενώ οι γέννες είχαν σταματήσει εντελώς. Σε γενικές γραμμές το 1923 η σχέση θανάτων προς γεννήσεις ήταν 3 προς 1. Η κατάσταση ήταν η ίδια τους πρώτους έξι μήνες του 1924. Η πείνα, η κακή ποιότητα του φαγητού και οι κακουχίες σίγουρα έπαιξαν ρόλο, αλλά η κύρια αιτία ήταν η ελονοσία, η οποία προκαλούσε συν τοις άλλοις πρόωρους τοκετούς, αποβολές, ακόμη και στειρότητα. Αυτή η οδυνηρή κατάσταση διάρκεσε όλο το 1924.
---
[σ. 91]
Η οικονομική οργάνωση των προσφύγων συνιστά το αποτελεσματικότερο αντίδοτο στο ύπουλο μικρόβιο της αναρχίας που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε πληθυσμούς οι οποίοι από καιρό ήταν εκτεθειμένοι στη δυστυχία και την πείνα.
---
[σσ. 100-101]
Οι εγκαταστάσεις των προτεσταντών Ελλήνων που δημιουργήθηκαν στις περιοχές της Κατερίνης και των Γιαννιτσών, οι οποίες διοικήθηκαν από ανθρώπους που κατάφεραν να διατηρήσουν την πειθαρχία και το συνεργατικό πνεύμα, προόδευσαν πέραν κάθε προσδοκίας. Είναι πάντως αξιοπερίεργο το γεγονός ότι όσοι αστοί καταφέρνουν να προσαρμοστούν στην αγροτική ζωή, μακροπρόθεσμα προοδεύουν περισσότερο από τους γεννημένους αγρότες. Είναι προοδευτικότεροι και επιδιώκουν την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων καλλιέργειας, όπως π.χ. είναι η χρήση χημικών λιπασμάτων. Επίσης κατασκευάζουν ανετότερους, καθαρότερους και ωραιότερους οικισμούς. Από αυτούς έχουν ήδη ιδρυθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, όπου η ζωή είναι ακόμη τόσο πρωτόγονη, μερικές γεωργικές βιομηχανίες. Αυτοί είναι επίσης που πρωτοχρησιμοποίησαν τον ηλεκτρισμό.
[…]
Είναι η πίστη, στην οποία προσκολλώνται στην αρχή με πάθος, ότι κάποτε θα μπορέσουν να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Αυτός ο μύθος ψιθυριζόταν από αυτί σε αυτί, γεμίζοντάς τους με μάταιες ελπίδες. Όσοι όμως συνειδητοποίησαν την σκληρή αλήθεια, μεταβλήθηκαν σε σκληρούς και αποφασιστικούς δουλευτές της νέας τους γης. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη και άλλον έναν ψυχολογικό παράγοντα μεγάλης σπουδαιότητας, τον προσωρινό χαρακτήρα της κατοχής της γης. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι πρόσφυγες καλλιεργούν τα χωράφια τους, χωρίς να τους έχουν ακόμη δοθεί τίτλοι κυριότητας. Πολλοί βέβαια δεν έχουν επηρεαστεί απ’ αυτό το γεγονός, αλλά υπάρχουν και άλλοι λιγότερο αποφασιστικοί, με διστακτικό χαρακτήρα, που δεν καταβάλλουν αρκετές προσπάθειες, εφόσον δεν έχουν ακόμα γίνει νόμιμοι κάτοχοι της γης. Γενικά πάντως, ως σύνολο οι πρόσφυγες είναι ιδιαίτερα φίλεργοι.
---
[σσ. 149-150]
Αν εξαιρέσει κανείς τους κατοίκους των παραλίων της Μ. Ασίας που έφθασαν καταδιωγμένοι και εξαθλιωμένοι, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων από την Τουρκία, κυρίως κατοίκων της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων της, οι οποίοι, άσχετα αν περιλαμβάνονταν ή όχι στους ανταλλάξιμους πληθυσμούς, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, με το σκοπό να ζήσουν και να εργαστούν σε φιλικότερο και ασφαλέστερο περιβάλλον. Ο αριθμός και η αξία των εμπόρων, των βιομηχάνων, των πλοιοκτητών και των τραπεζιτών, που μετέφεραν το κεφάλαιο και τη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα, μπορεί να μετρηθεί μόνο από την απότομη κάμψη που υπέστησαν οι αντίστοιχο επιχειρηματικοί κλάδοι στην Κωνσταντινούπολη καθώς και από την απρόσμενη οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας, του Πειραιά και των άλλων ελληνικών πόλεων όπου διάλεξαν να εγκατασταθούν.
Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, μτφρ. Φιλοκτήτης και Μαρία Βεϊνόγλου, Τροχαλία, Αθήνα, 1997, σ.σ., 43-45, 52-53, 79-80, 91, 100, 101, 149-150. [Γενεύη, 1926]