[...]
Α: Και… το 1922 τον Οκτώβριο μήνα, 18 Οκτωβρίου, θυμάμαι μας ειδοποίησαν ότι «Θα φύγετε, θα πάτε στη Θεσσαλονίκη».
Ε: Ναι.
Α: Ήρθε ένας ανθυπολοχαγός της Χωροφυλακής εκεί στα σπίτια, σε μας εκεί πέρα στην συνοικία και λέει: «Πάρτε ό,τι θέλετε, θα είστε…, θα είστε είκοσι οικογένειες σε ένα βαγόνι δεκαπεντάτονο» λέει. «Πάρτε ό,τι θέλετε.!» Τι να πάρουμε… Πήραν από έναν μπόγο ρούχα οι μανάδες μας, τα παρατήσαμε όλα εκεί, τα βαλε μάλιστα, μέσα σ’ ένα υπόγειο όλα τα μπακιρένια που είχαν κ.τ.λ. .
Ε: Ναι, ναι του σπιτιού.
Α: Ίσως γυρίσουμε και ξέρω ’γω, κάτι τέτοιες σκέψεις κάναμε… Μας πήρε από έναν μπόγορούχα, ανεβήκαμε σε μια αμαξοστοιχία που βάζουν τ’ άλογα και τα ζώα, σ’ ένα βαγόνι μέσα ήμασταν 18 οικογένειες, 16 οικογένειες… Σ’ ένα βαγόνι μέσα πού να βάλουμε από ‘να μπόγο ρούχα λοιπόν μέσα εκεί πέρα… Θυμάμαι ήτανε μαρτύριο η ζωή μας… 17 μέρες κάναμε από την Αδριανούπολη… που είναι Αδριανούπολις-Θεσσαλονίκη 870 χιλιόμετρα…
Ε: Κάνατε τόσες μέρες;!
Α: Κάναμε μέρες μέσα! Βρώμησε μέσα το βαγόνι, μια… αυτήν… (δυσφορία) Σταματούσανε, να πούμε, στους σταθμούς, θυμάμαι στο Σουφλί είχαμ’ σταματήσει 3-4 μέρες εκεί… Βγήκαμε έξω και ζητιανεύαμε. Ζητιανεύαμε να φάμε. Τι να βρούμε να φάμε; Μέσα βρώμα! Βρώμα μέσα σ’ εκείνο το βαγόνι! Πώς δεν πεθάναμε από καμιά μεγάλη και βαριά ασθένεια! Λοιπόν…, ήρθαμε σε 16 μέρες στη Θεσσαλονίκη. Και ήταν Οκτώβριος μήνας… Έβρεχε. Συνέχεια έβρεχε θυμάμαι. Έβρεχε. Και μέσα… πολλά παιδιά αρρωστήσανε. Τους έπιασε μια ασθένεια που ήτανε τότες ήρμους (:δεν ακούγεται ευδιάκριτα) ήτανε μια ασθένεια βαριά θυμάμαι. Πέρασα μια ζωή πολύ άσχημη!
Ε: Εσείς γιατί σας είπαν να φύγετε, μάθατε ότι έχασε η Ελλάδα τον πόλεμο; Έτσι; Πώς;
Α: Διαταγή από τους Τούρκους να φύγουμε! Όταν διατάζουν οι Τούρκοι…
Ε: Ναι, έπρεπε να φύγετε…
Α: Άρα ήτανε οι νικηταί του τότε πολέμου. Το 1922. Νικήθηκε ο Ελληνικός στρατός τι έγινε. Και αφού μας διώξανε εννοείται ότι ήταν αυτοί υπεράνω, έτσι;
Ε: Εσείς είχατε ακούσει φήμες ότι θα φεύγατε, ότι μπορεί να φύγετε, ακούγατε τίποτα πριν ή έτσι ξαφνικά;
Α: Δεν ακούγαμε! Ξαφνικά!
Ε: Ξαφνικά…
Α: Ξαφνικά ήρθε διαταγή: «Να φύγετε!» και «Πάρτε ό,τι θέλετε!». Και η μητέρα μου η καημένη κατέβασε πολλά μπακιρικά που είχε, κάτι άλλα πράματα, ρούχα, αυτά τα κατέβασε κάτω στο υπόγειο –είχαμε ένα υπόγειο- με την ελπίδα ότι θα γυρίσουμε πίσω.
[...]
Ε: Εσείς όταν πρωτοφτάσατε εδώ στη Θεσσαλονίκη το πρώτο βράδυ πού μείνατε, πώς σας βοήθησαν;
Α: Όταν φτάσαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη κατεβήκαμε στο σταθμό. Και ήμασταν εκεί σ’ έναμέρος, σε μια αποθήκη, στο ντουβάρι κάτω εκεί. Και έστρωσε η μάνα μας μια κουρελού και καθόμασταν εκεί. Εν τω μεταξύ, εγώ και το μικρό το αδερφάκι μου το άλλο, ο Θωμάς, πηγαίναμε στεκόμασταν από ένα μαγειρείο έξω. Θυμάμαι ήταν ένας αυτός… Αριστείδης λέγονταν ένας και μας έφερνε από ένα πιατάκι φαί, τρώγαμε. Λέει: «Από πού είστε παιδιά μου;». Λέω ’γω: «Απ’τοΙλδιρίμιον, απ’ την Αδριανούπολη». «Ααα! Άντε φάτε». Τρώγαμε, μας έδινε και τρώγαμε, και εκεί στο σταθμό καθίσαμε ενάμιση μήνα.
Ε: Τόσο πολύ;!
Α: Ενάμιση μήνα! Και ζητιανεύαμε!
Ε: Δε σας δίναν κανένα συσσίτιο από το κράτος, τίποτα;
Α: Τίποτα! Τίποτα… Λίγον καιρό. Μετά, μια μέρα η μητέρα μου είχε μαζί τη μηχανή,είχε μια μηχανή HOPNER και εκεί πέρα έραβε, κάτι έπαιρνε, έραβε, τί έκαμνε δεν ξέρω, από μαγαζί εβραίικο, και πέρασε μια εβραίισσα από ’κει και την είδε που ’πλεκε τη μητέρα μου, και τη λέει: « Πόσα παιδιά έχεις;». Λέει : « Έχω πέντε παιδιά, αλλά τώρα έχω τέσσερα». Πήρε ένα αυτό… λαντόν σκεπαστό [: σκεπαστή άμαξα] αυτά που ήταν … εμείς τα λέγαμε μπίτσκιες, τα λέγαμε τώρα. Και μας βάζει όλους απάνω η εβραίισσααυτή, και μας πηγαίνει στην οδό Κασσάνδρου, είχε ένα σπίτι, δίπατο σπίτι, παλιό καμωμένο και μας έβαλε κάτω, στο κάτωμέρος. Η εβραίισσα! Φιλάνθρωπος! Φιλάνθρωπος ήτανε βέβαια! Μας έβαλε εκεί κάτω. Αμάν! Βρήκαμε εκεί πέρα την ησυχία μας, σε ένα δωμάτιο, είχε και μια σάλα μεγάλη… Και η μητέρα εκεί πέρα με τη μηχανή, τι έραβε φούστες, τι έπλεκε. Εκεί καθίσαμε κάμποσο καιρό.
Εν τω μεταξύ δε, δε μπορώ να πω ότι ήμασταν χορτάτοι. Πεινούσαμε. Εγώ τώρα μιλάω για τη δική μου την οικογένεια. Κατέβηκα εγώ μια μέρα στην αγορά, εκεί τώρα που είναι η Αριστοτέλους, ήταν όλο μαγαζάκια, μπαράγκες… Προσωρινά… με ξύλα καμωμένα. Ήταν ένα μαγαζί, μαγειρείο, μεγάλο προσωρινό, όχι καλό κτίριο, αλλά είχε ωραία τραπέζια εκεί πέρα. Πήγα εγώ εκεί πέρα, κοιτάζω: «Μαγειρείον η Αδριανούπολις». Α, λέω, αφού είναι από την Αδριανούπολη αυτός και πεινούσα…
Ε: Δικός σας.
Α: Δικός μας. Έτσι ακριβώς! Μπαίνω μέσα τώρα εγώ, δεν κοιτάζω, είχε πελατεία, τρώγανε, ήτανε μεσημέρι.Πήγα εκεί στον μπάγκο, είχε έναν μπάγκο καμωμένο με λαμαρίνες, είχε και μια- δεν είχε βρύση- είχε μια στάμνα εκεί. Πήγα, είχε πιάτα μια στοίβα. Είχε σαπούνι πράσινο μ’ ένα πανί. Αρχίζω πλένω τα πιάτα, πήγα γέμισα και γέμισα από μια βρύση έξω νερό τον κουβά, κοντά απ’ τον καμπινέ. Πάω τα πλένω τα πιάτα, ακούω λέει αυτός ο μαγαζάτορας, που είχε και μια ποδιά έτσι με κρόσα από κάτω, λέει τουρκικά τώρα σε κάτι άλλους εκεί πέρα: «Ντουκ κιοπέκκεντίγκελέν». Εγώ ήξερα τα τουρκικά λιγάκι δηλαδή : «Αυτό το σκυλάκι από μόνο του ήρτε», το εξηγώ τώρα ε; Λοιπόν πλένω τα πιάτα εκεί πέρα.
Με είπε… Ήρθε αυτός ο Αριστείδης με την ποδιά «Από πού είσαι κατά αγόρι μ’;» Έτσι μιλούσαν στην Αδριανούπολη. Λέω: «Είμ’ απ’ την Αδριανούπολη, απ’ το Ιλδιρίμι». «Πότε ήρτατε βρε;» «Να, έχουμε λίγες μέρες που μας πήρε μια εβραϊισσα, έτσι κι έτσι στο σπίτι», λέω. «Άντε τώρα κάτσε. Έπλυνες τα πιάτα όλα;» « Όλα τα ‘πλυνα». Μ’ βαλε μια πιατέλα φασολάδα κι έφαγα εκεί πέρα. «Αύριο πάλινα ’ρθεις!» Εκεί πέρα ενάμιση μήνα πήγα. Πήγα εκεί και έρχοντάνε ο επιστάτης του Μπάλτα το μύλο, του μύλου του Μπάλτα, στην οδό Μοναστηρίου είχε μύλο ένας Μπάλτας λεγόμενος, απ’ την περιφέρεια της Αδριανουπόλεως, ήτανε πλούσιος, πολύ. Είχε έναν μέσα επιστάτη, που λέγονταν Δημητρός, Δημήτρης. Έρχονταν κι έτρωγε εκεί. Εγώ, λοιπόν, η μάνα μου με είχε καθαρό με διπλωμένα ρουχαλάκια. Πήγαινα το πρωί έπιανα δουλεία, τα φαγητά, τ’ αυτά… καιμου λέει, αυτός τώρα ο κύριος που ήταν εκεί, ο επιστάτης μες στο Μπάλτα: «Από πού είσαι κατ’ αγόρι μ’;» «Απ’ την Αδριανούπολη». «Α, πατριώτης. Ξέρεις γράμματα;». Λέω: «Πηγαίνω στο Γυμνάσιο, το νυχτερινό». Είχε νυχτερινό Γυμνάσιο. «Στο νυχτερινό. Και την ημέρα δουλεύω» .«Ξέρεις γράμματα παιδί μου;». «Ξέρω, ν τώρα πάω στην Α΄ Γυμνασίου». «Πού κάθεστε;» «Στην οδό Κασσάνδρου. Μια εβραίισσα μας πήρε μες στο σπίτι». «Α, καλά. Άντε, εγώ θα σε πάρω στο μύλο». «Ναι, αλλά εγώ πηγαίνω σχολείο». «Θα πηγαίνεις εκεί στα μαθήματα σου και τη μέρα θα είσαι στο μύλο». Ύστερα από κανένα μήνα, δηλαδή που δούλεψα εκεί στον Αριστείδη, δεν με άφηνε να φύγω! Ο κύριος Αριστείδης δε με άφηνε να φύγω.
Ε: Αυτός με το μαγειρείο;
Α: Το μαγειρείο, ναι. «Κάτσε βρε, κάτσε δω βρε παιδί μου!» ήμουνα πειθαρχικός, πώς να το πω δε θέλω να παινευτώ, να πούμε, ήμουνα έτσι καλό παιδί να πούμε, καλός άνθρωπος. Λοιπόν, επέμενε, με πήρε στο μύλο και τις ώρες που είχαμε μαθήματα, πήγαινα έκανα μάθημα, με άφηναν. Και έμεινα εκεί στο μύλο. Έμεινα.
Ε: Δηλαδή, δε σας βοήθησε κανένας από το κράτος, για σπίτι, για δουλειά, για κάτι; Δε σας δώσαν κάποιααποζημίωση;
Α: Μας δώσανε μια αποζημίωση. Φύγαμε από το εβραίικο το σπίτι, ήρθαμε εδώ στην Επτάλοφο. Έκαμναμε μια μπαράγκα…
Ε: Σας έδωσαν το οικόπεδο, δηλαδή.
Α: Μας έδωσαν το οικόπεδο, τ’ αδέρφια μου τα μεγάλα. Ο ένας μου ο αδερφός, ο μεγάλος δηλαδή, ο άλλος είχε σκοτωθεί, είχε πεθάνει… Και κάναμε μια μπαράγκα. Εδώ στην Επτάλοφο, στην εκκλησία Ζωοδόχου Πηγής κοντά εκεί. Κάναμε μια μπαράγκα, ένα… αυτό, δωμάτιο δηλαδή, δίπλα κάναμε ένα σαν κουζίνα, το είχε η μητέρα μας. Κάναμε ένα πρόχειρο αποχωρητήριο, με ντενεκέδες, με αυτά… και… μπήκα εγώ στο μύλο εκεί. Έβγαλα το σχολείο και αυτός που είχε το μύλο, ο Μπάλτας, μας βοήθησε, με βοήθησε να πούμε. Έπαιρνα λίγο αλεύρι από ’κει, ζύμωνε η μάνα μου, σιγά-σιγά μεγαλώσαμε, μεγάλωσαν και τ’ αδέρφια μου και έμεινα στο μύλο.
Ε: Από αυτά… ομολογίες που δίνανε τότε και αυτά…;
Α: Ομολογίες είχαμε. Πήραμε και ομολογίες.
Ε: Α, πήρατε και ομολογίες.
Α: Πήρε η μάνα μου ομολογίες. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να συνερχόμαστε. Από ’κει και ύστερα, κάνανε μια κοινοπραξία οι μύλοι, όλοι οι μύλοι κάναν μια κοινοπραξία. Και επειδή ήμουν πολύ προσεχτικός στη δουλειά μου, με στείλανε στον Αλλατίνη. Στον Αλλατίνη δούλεψα πολλά χρόνια. Έμαθα την τέχνη καλά…
[…]
Ε: Εσείς τα πρώτα χρόνια ελπίζατε ότι θα γυρίσετε πίσω;
Α: Όχι (χαμηλή φωνή).
Ε: Όταν ήρθατε εδώ, το είχατε πάρει απόφαση…
Α: Το είχαμε πάρει απόφαση, διότι δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσουμε πίσω. Δε μας άφηναν, δε μας ήθελαν. Δε μας άφηναν…
Ε: Δηλαδή δεν ελπίζατε ότι θ’ αλλάξουν τα πράματα… και θα γυρίσετε πίσω;
Α: Όχι, όχι, όχι, όχι… Μείναμε μόνιμα εδώ. Μείναμε μόνιμα εδώ. Εγώ εργάστηκα στους μύλους… Όταν με σκόλασε η Μάνου, πήρα ένα αυτοκινητάκι εδώ… που είχαν αφήσει οι Γερμανοί, εδώ στη Μενεμένη…
(Διακοπή και συνέχιση με ερωτήσεις σχετικά με την αναχώρηση από την Ανατολική Θράκη και τη ζωή στην Ελλάδα.)
Ε: Όταν ήρθατε εδώ πέρα, την Αδριανούπολη τη νοσταλγούσατε; Δηλαδή η μητέρα σας ένιωθε σαν ξένη εδώ στην αρχή;
Α: Βέβαια, ένιωθε στην αρχή. Είναι φυσικό να νοσταλγείς εκεί που ήσουνα, διότι δεν ήτανε τα σπίτια τέτοια αυτά, που ήταν το σπίτι σου, έτσι δεν είναι; Δεν ήταν η ζωή, όπως ήταν εκεί πέρα, λιγάκι πιο… καλή, αλλά μετά στρώσαμε, συνηθίσαμε. Συνηθίσαμε και ζούμε μέχρι τώρα.
Ε: Εσείς ανήκετε σε κανένα σύλλογο Αδριανουπολιτών ή τα παιδιά σας; Είχατε καμία σχέση μετά;
Α: Όχι δε γράφτηκα σε συλλόγους. Είχαμε…, εγώ ήμουνα στο σωματείο μυλεργατών τότε, είχα ένα πόστο… Ήμουνα σύμβουλος μέσα, προσέφερα τις υπηρεσίες μου στο συνδικαλιστικό κίνημα…
(Διακοπή και στροφή της συζήτησης στην αναχώρηση από την Αδριανούπολη)
Ε: Εσείς όταν φεύγατε απ’ την Αδριανούπολη, οι Τούρκοι σας βοήθησαν καθόλου; Σας αποχαιρέτησαν ή ήταν εχθρικοί μαζί σας;
Α: Μερικοί φανατικοί και οπισθοδρομικοί ήταν… δε μας έβλεπαν με καλό, αλλά είχαμε μια γειτονιά εκεί πέρα Τουρκάλες, που μας χαιρετήσανε και μας έδωσαν και ψωμί και τυρί μαζί μας, έδωσαν στη μάνα μου πακέτα. Τέτοιοι καλοί άνθρωποι… Υπήρχαν και φανατικοί, υπήρχαν δηλαδή και άνθρωποι ρατσιστές, να το πω, έτσι είναι η αλήθεια… Γιατί ο ρατσισμός είναι κακό πράμα. Να είναι ο άνθρωπος ρατσιστής για ’μένα είναι κακό. Η αλήθεια αυτή, έτσι δεν είναι;
Ε: Ναι, βέβαια.
Α: Και μας βοήθησαν, μας βοήθησαν. Και στο δρόμο είχαμε να φάμε, χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους καλούς, τους Τούρκους. Διότι παντού υπάρχουν καλοί. Τις ρατσιστικές τις διαφορές, εγώ νομίζω, ότι τις προκαλούν αυτοί, οι οποίοι έχουνε αυτά… όφελος, οφέλη. Όλοι οι άνθρωποι ίδιοι ήμαστε. Ο ρατσισμός για ’μένα δεν είναι καλό πράμα.
Ε: Εδώ πάλι όταν ήρθατε εδώ, οι ντόπιοι πώς σας φερθήκανε;
Α: Εδώ οι ντόπιοι μας φέρθηκαν κάπως εχθρικά. Τουρκόσποροι μας φωνάζανε. Τουρκόσποροι… Και κάμναμε υπομονή, τί να κάμναμε;
Ε: Πηγαίνατε μαζί τους στο σχολείο, τα παιδιά;
Α: Πηγαίναμε και δε μας... «Πρόσφυγγα! Πρόσφυγγες, πρόσφυγγες είναι αυτοί!». Και μας κοίταζαν με κακό μάτι κάπως, με κακό μάτι… Άλλοι μας κοίταζαν, που είχαν μέσα τους ανεπτυγμένη ανθρωπιά, μας κοίταζαν με καλό μάτι, με καλό μάτι, μας φέρονταν καλά. Ε, θα υπάρχουν και τέτοιοι.
Ε: Ανάλογα με τον άνθρωπο.
Α: Ανάλογα με τον άνθρωπο, ναι.