Περιγραφή ενός προσφυγικού συνοικισμού στις παρυφές της Θεσσαλονίκης από τον ίδιο τον Morgenthau.
[...]
Καθώς η Θεσσαλονίκη υπήρξε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στρατιωτική βάση των αγγλικών και γαλλικών στρατευμάτων, υπήρχαν εκεί χιλιάδες άδειοι πεντογάλονοι τενεκέδες κηροζίνης και βενζίνης που σκούριαζαν σιγά-σιγά. Οι πιο ευρηματικοί απ’ αυτούς τους πρόσφυγες πήραν τους άδειους τενεκέδες, τους έκοψαν στις άκρες ώστε να μπορούν να ισιωθούν και να μετατραπούν σε λαμαρίνες και τους χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν τοίχους γύρω από ξύλινους σκελετούς που κατασκεύασαν από κιβώτια, κλαδιά και οτιδήποτε άλλο είδος ξύλου μπόρεσαν να βρουν. Μ’ αυτό τον τρόπο ένα ολόκληρο χωριό, αποτελούμενο από μικροσκοπικά τενεκεδόσπιτα ξεπήδησε στα προάστεια της Θεσσαλονίκης, προσφέροντας μια πρωτόγονη στέγη σε τετρακόσιες οικογένειες δηλαδή, σε πάνω από δυο χιλιάδες άτομα.
Το εμβαδόν καθεμιάς απ’ αυτές τις καλύβες είναι γύρω στα δέκα τετραγωνικά πόδια, το ύψος τους έξι πόδια και το πάτωμά τους είναι από πατημένο χώμα. Είναι απερίγραπτα γραφικές με την εξωτερική όψη που τους δίνουν τα εκκεντρικά σχήματα των λαμαρίνων και το χρώμα που τους δίνει η σκουριά. Είναι επίσης απερίγραπτα στενάχωρες. Με τον τρόπο που έχουν κατασκευαστεί είναι αδύνατο να είναι αεροστεγείς το χειμώνα κι έτσι είναι κρύες και υγρές. Το καλοκαίρι ο καυτερός ήλιος που πέφτει στις τσίγκινες στέγες μετατρέπει τις παράγκες σε σωστούς φούρνους. Όσο θλιβερά κι αν είναι αυτά τα καταλύματα, προσφέρουν κάποιου είδους προστασία στους ενοίκους τους. Καθώς λοιπόν υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες, που ήταν εντελώς άστεγοι, οι κατοικίες που κατασκεύασε αργότερα η Επιτροπή, έπρεπε να δοθούν σ’ αυτούς. Έτσι οι κάτοικοι της “Τενεκεδούπολης” υποχρεώθηκαν να μείνουν στις παράγκες τους και να περάσουν όπως-όπως. Είναι εκπληκτικό το πως μπόρεσαν να στολίσουν ακόμα κι αυτά τα άθλια καταλύματα. Στα λιγοστά τετραγωνικά πόδια, μπροστά απ’ την πόρτα τους βλέπεις να φυτεύουν μια φασολιά, μια-δυο καρπουζιές και δυο-τρία λουλούδια με χαρωπά χρώματα. Στο εσωτερικό, το χωματένιο πάτωμα σκουπίζεται με μεγάλη επιμέλεια και είναι πεντακάθαρο και τα λιγοστά οικιακά σκεύη είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Όμως και στην καλύτερη περίπτωση αυτά τα κα(τα)λύματα δεν αντιπροσωπεύουν παρά την κατώτατη βαθμίδα της πολιτισμένης ζωής.
Ωστόσο μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα προσφύγων, στην παραλία της Καλαμαριάς, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, προς τα δυτικά, ζει σε ακόμα χειρότερες συνθήκες. Ο εν λόγω συνοικισμός είναι χτισμένος στη θέση του βρετανικού στρατιωτικού νοσοκομείου. Στη διάρκεια του πολέμου οι Βρετανοί είχαν χτίσει πάνω σ’ αυτό το σημείο ένα προσωρινό νοσοκομείο με ξύλινη βάση που αποτελούνταν από μακρές σειρές μονόροφων ξύλινων κτισμάτων που διαιρούνταν με χωρίσματα σε μικρούς θαλάμους νοσηλείας για μεμονωμένους ασθενείς. Επίσης είχαν ανεγερθεί αρκετά πιο ευρύχωρα κτίσματα προοριζόμενα ως ευρύτεροι θάλαμοι για ασθενείς που δεν είχαν μεταδοτικές ασθένειες. Αυτά τα κτίσματα εγκαταλείφθηκαν όταν τελείωσε ο πόλεμος και καθώς ήταν όλα ελαφράς κατασκευής και άβαφτα άρχισαν σύντομα να ερειπώνονται.
Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες, το 1922, αυτά τα κτίσματα πρόσφεραν ένα καλύτερο από το τίποτα κατάλυμα και κατακλύστηκαν αμέσως από πρόσφυγες μέχρι που δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Ακόμα και μέχρι σήμερα, επτά χρόνια αργότερα, στάθηκε αδύνατο να μεταφερθούν αλλού αυτοί οι άνθρωποι ή να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσής τους. η κατάστασή τους είναι πραγματικά φρικτή. Στα μεγαλύτερα κτίσματα αμέτρητες οικογένειες είναι συνωστισμένες σ’ ένα δωμάτιο που μοιάζει με σταύλο. Κάθε οικογένεια καταλαμβάνει χώρο περίπου δώδεκα τετραγωνικών ποδιών. Το μοναδικό κρεβάτι τους είναι το δάπεδο. Οι τυχερές οικογένειες που έχουν κουβέρτες τις στρώνουν κατευθείαν πάνω στα γυμνά σανίδια. Στις μισές περιπτώσεις δεν υπάρχουν κουβέρτες παρά μόνο ένας σωρός κουρελιών. Όπου έχουν μπορέσει, οι γυναίκες έχουν απλώσει τσουβάλια πάνω σε σύρματα για να φτιάξουν κάποιο είδος παραβάν και να διαφυλάξουν κάποια επίφαση ιδιωτικής ζωής. Το ποσοστό των αντρών ανάμεσα σ’ αυτές τις οικογένειες είναι πολύ μικρό. Αποτελούνται κυρίως από γυναίκες και παιδιά. Σχεδόν σε κάθε οικογένεια ένα ή δύο άτομα είναι άρρωστα. Η ελονοσία είναι ενδημική στην περιοχή και αποτελεί τη συχνότερα απαντώμενη ασθένεια με τη φυματίωση ν’ ακολουθεί σε ελάχιστη απόσταση.
Το μαγείρευμα γίνεται σε μικρά μαγκάλια φτιαγμένα από γκαζοτενεκέδες και τούβλα. Οι στέγες αυτών των κτισμάτων στάζουν σε κάθε βροχή και οι τοίχοι τους είναι γεμάτοι χαραμάδες που αφήνουν το κρύο και υγρό αέρα να περνάει μέσα. Όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του ο επισκέπτης αυτού του συνοικισμού συναντάει σημάδια της ανθρώπινης αθλιότητας: το θάνατο, την αρρώστια, τα σωματικά βάσανα, την ημι-λιμοκτονία. Δύο χιλιάδες οικογένειες, περισσότερες από δέκα χιλιάδες ψυχές, ζουν στην Καλαμαριά.
Οι άνθρωποι αυτοί αντιπροσωπεύουν το έσχατο όριο δυστυχίας που συναντάει κανείς ανάμεσα στους αστούς πρόσφυγες. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι περιλαμβάνουν τα λιγότερα σε αριθμό άτομα που είναι σε θέση ν’ αποκατασταθούν σύντομα και να αυτοσυντηρηθούν.
Έχοντας ν’ αντιμετωπίσει, με τα περιορισμένα μέσα του, μία επείγουσα τρομερών διαστάσεων αναγκαιότητα, το ελληνικό κράτος ήταν υποχρεωμένο να βοηθήσει πρώτ’ απ΄όλα εκείνους που παρείχαν τις περισσότερες ελπίδες να καταστούν αυτοσυντήρητοι και ως εκ τούτου ικανοί να συμβάλουν στην αποκατάσταση αυτών που βρίσκονταν σε αμέσως χειρότερη κατάσταση από τους ίδιους. Αναπόφευκτα η θέση μερικών από τους πρόσφυγες ήταν απελπιστική απ’ αυτή την άποψη.
[…]
Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα. 1922 το έπος της εγκατάστασης, μετάφραση Ιωσήφ Κασσεσιάν, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1994, σ. 343-345.