Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΝ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Β΄
Δεν ξέρω τι αντιλήψεις επικρατούν αλλού, στην Ελλάδα όμως οι αναλαμβάνοντας την λεωφορειακήν συγκοινωνίαν την θεωρούν μόνον επιχείρησιν. Επιχείρησιν που πρέπει να αποφέρη τεράστια κέρδη. Και όταν η εξυπηρετουμένη γραμμή δεν αποδίδη τα προσδοκώμενα, οι λεωφορειούχοι φροντίζουν και χαρακτηρίζεται άγονος, απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να την εξυπηρετούν και τρέπονται εις άλλην γραμμήν που τους επιτρέπει να ταχυπλουτίσουν. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, αλλά ο κανών είνε αυτός. Κάτι τέτοιο συνέβη προ ετών και με την λεωφορειακήν γραμμήν των τεσσάρων προσφυγικών συνοικισμών της πόλεως, που ελειτούργει παλαιότερα και εκηρύχθη άγονος επί κυβερνήσεως Τσαλδάρη. Άγονος μια γραμμή εξυπηρετούσα συμπαγή πληθυσμόν 10.000 κατοίκων! Ανεξαρτήτως όμως του αν η λεωφορειακή αυτή γραμμή είνε ή δεν είνε άγονος, η συγκοινωνία δεν είνε μόνον επιχείρησις. Είνε και κοινωνική ανάγκη, πρώτα κοινωνική ανάγκη και κατόπιν επιχείρησις. Δια τον λόγον αυτόν εξυπηρετούνται και αι λεγόμεναι άγονοι γραμμαί. Δια τους τέσσαρας συνοικισμούς των προσφύγων, η συγκοινωνιακή αυτή ανάγκη είνε κάτι περισσότερον από επιτακτική για πολλούς και διαφόρους λόγους. Ένας απ’ αυτούς τους λόγους είνε ότι οι πρόσφυγες είνε όλοι άνθρωποι εργατικοί, κατερχόμενοι δια να εργασθούν εις την πόλιν. Και είνε πάρα πολύ κοπιαστικό γι’ αυτούς να οδοιπορούν μισή ώρα το πρωί για να πάνε στις δουλειές τους, κι άλλη μισή ώρα το βράδυ για να γυρίσουν στα σπίτια τους, το χειμώνα με το κρύο και τη βροχή και το καλοκαίρι με την αφόρητη ζέστη.
Άλλος λόγος, [που καθιστά;]την ανάγκη της συγκοινωνίας επιτακτική είνε ότι σε κανένα από τους τέσσερες προσφυγικούς συνοικισμούς, κανείς από τους νέους φαρμακοποιούς δεν σκέφθηκε ν΄ανοίξη ένα φαρμακείο, και κανένας από τους γιατρούς δεν σκέφθηκε να εγκατασταθή εκεί. Γιατρός και φαρμακείο όμως είνε κάτι απαραίτητο στη ζωή και πολλές φορές η σωτηρία ενός ανθρώπου εξαρτάται από την έγκυρο άφιξι του γιατρού και την έγκαιρο λήψι των φαρμάκων και υποθέτω εννοούμεθα. Και επειδή ο λόγος περί φαρμακείου και γιατρού, σημειώνομεν ότι παλαιότερα υπήρχε στους συνοικισμούς ένα κρατικό ιατρείο με τα απαραίτητα φάρμακα, το οποίο όμως κατά το 1937 κατηργήθη για λόγους… οικονομίας! Οι πρόσφυγες όμως ελπίζουν ότι η παρούσα Κυβέρνησις, που τόσο ενδιαφέρεται για την υγεία του λαού θα το επανιδρύση. Αλλά –θα μου πήτε- οι συνοικισμοί δεν εξυπηρετούνται από τα λεωφορεία της γραμμής Αγίου Διονυσίου -Μαρούδα-Συνόρων; Όχι. Από την γραμμήν αυτήν εξυπηρετούνται μόνον όσοι εκ των προσφύγων του πρώτου συνοικισμού κατοικούν προς την πλευράν της λεωφόρου Γούναρη και όσοι εκ των προσφύγων του τρίτου συνοικισμού κατοικούν προς την πλευράν της οδού Καλαβρύτων και είνε ελάχιστοι. Από τον δεύτερον συνοικισμόν για να πάη κανείς στου Μαρούδα και να πάρη το αυτοκίνητο χρειάζεται 10΄ λεπτά, άλλα τόσα από τον τρίτον και από τον τέταρτον 20΄. Και όμως το ζήτημα θα μπορούσε κάλλιστα να λυθή αν, ωρισμένα αυτοκίνητα της γραμμής αυτής, τουλάχιστον πρωί, μεσημέρι, βράδυ, τις ώρες δηλαδή της μεγάλης κινήσεως, περνούσαν δια μέσου των συνοικισμών. Ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός είναι ο αρχαιότερος όλων. Ιδρύθη από το Κράτος το 1924 και αποτελείται, κατά το πλείστον, από μονόροφες τριπλοκατοικίες, εις εκάστην των οποίων διαμένει από μία οικογένεια. Υστερεί του δευτέρου συνοικισμού από πολλάς απόψεις. Τα καταστήματά του και λίγα είνε και μικρά. Έχει όμως το πλεονέκτημα ότι εφάπτεται με την πόλιν, ευτύχημα που θα εζήλευαν οι κάτοικοι του τρίτου συνοικισμού και θα επόθουν διακαώς οι κάτοικοι του τετάρτου, που αποτελεί μια σφήνα μέσα στην εξοχή και είνε σχεδόν απομονωμένος. Πολλά στόμια υπονόμων του προσφυγικού αυτού συνοικισμού έχουν βουλώσει από τα χώματα που παρασύρουν τα νερά των βροχών και τα βρωμόνερα των σπιτιών αυλακώνουν τους δρόμους και μεταβάλλονται σε εστίες ανωφελών. Καλόν θα ήτο οι περίοικοι χάριν της υγείας αυτών των ίδιων, χάριν της υγείας των άλλων προσφύγων και ολοκλήρου της πόλεως, απέναντι των οποίων έχουν υποχρεώσεις, με μια αξίνα, μ’ ένα φτυάρι, μ’ ένα σκεπάρνι, μ’ οποιοδήποτε μέσον τέλος πάντων, ν’ αφαιρέσουν τα χώματα από τα στόμια και να χύνουν τα βρωμόνερα των σπιτιών τους μέσα στους υπονόμους. Θα τους το ειπούμε κι ας μη τους κακοφανή: Δεν πρέπει να τα περιμένουμε όλα από τους άλλους, από το Κράτος κι από το Δήμαρχο, κι ό,τι μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας πρέπει να το κάνουμε, όταν μάλιστα από το κάτι αυτό εξαρτάται η υγεία των παιδιών μας, των εαυτών μας και του συνόλου. Ο τέταρτος προσφυγικός συνοικισμός δεν έχει διόλου υπονόμους. Και όμως στους δρόμους του δεν βλέπει κανείς βρώμικα αυλάκια και στάσιμα νερά. Όσα εγράψαμε προχθές για το φωτισμό, τη νυκτερινή σχολή, τον παιδικό σταθμό κλπ., ενδιαφέρουν και τον συνοικισμόν αυτόν, όπως ενδιαφέρουν και τους άλλους δύο συνοικισμούς τρίτον και τέταρτον και γι’ αυτό δεν τα επαναλαμβάνομεν.
Τ.Β.